Το ουσιαστικό ο παις-το παιδί στα αρχαία ελληνικά είναι τριτόκλιτο και προέρχεται από τη ρίζα *παϝις, ινδοευρωπαϊκό *peh₂u-.
Συγγενεύει με το λατινικό puer (γιος), το σανσκριτικό पुत्र (putrá,πουτρά,γιός) και το αβεστιανό puʮra,επίσης γιος. Κλίνεται ως εξής:
Πτώση
|
Ενικός
|
Πληθυντικός
|
Δυϊκός
| ||
---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική |
ὁ/ἡ παῖς
|
οἱ/αἱ παῖδες
|
τὼ παῖδε
| ||
Γενική |
τοῦ/τῆς παιδός
|
τῶν παίδων
|
τοῖν παιδοῖν
| ||
Δοτική |
τῷ/τῇ παιδί
|
τοῖς/ταῖς παισί(ν)
|
τοῖν παιδοῖν
| ||
Αιτιατική |
τὸν/τὴν παῖδᾰ
|
τοὺς/τὰς παῖδᾰς
|
τὼ παῖδε
| ||
Κλητική |
παῖ
|
παῖδες
|
παῖδε
|
Διαβάστε επίσης
Κλίση ουσιαστικού 'ἀνήρ' στα αρχαία