'ἀνήρ', από την ινδοευρωπαϊκή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h2ner- = «άνδρας»
φρυγικό ανᾱρ
αρμένικο aynr
λουβικό annara (σθεναρός)
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός | |
---|---|---|---|---|
Ονομαστική |
ἀνήρ
|
ἄνδρε
|
ἄνδρες
| |
Γενική |
ἀνδρός
|
ανδροιν
|
ανδρῶν
| |
Δοτική |
ανδρί
|
ανδροιν
|
ανδράσι(ν)
| |
Αιτιατική |
ἄνδρα
|
ἄνδρε
|
ἄνδρας
| |
Κλητική |
ἄνερ
|
ἄνδρε
|
ἄνδρες
|
εἰς ἀνὴρ οὐδείς ἀνήρ
Ένας άνδρας ίσον κανένας.
θεῖος ἀνήρ
Θεϊκός άνδρας δηλαδή θαυματουργός θεός
Οδύσσεια, Ραψωδία α.
Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε·
Τον άνδρα τραγούδησέ μου, θεά, τον πολύτροπο, ο οποίος πολύ
περιπλανήθηκε, από τότε που κυρίευσε το ιερό κάστρο της Τροίας
Εράσμια προφορά της λέξης ανήρ.
Διαβάστε επίσης