Πρωτοελληνική ή προϊστορική κοινή ή προδιαλεκτική ονομάζεται συμβατικά η αρχαιότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα ελληνικές διαλέκτους (Μυκηναϊκή, Δωρική,Αττική-Ιωνική, Αρκαδοκυπριακή κλπ.).
Χρονικά τοποθετείται μεταξύ του 20ου και του 16ου π.Χ. αιώνα περίπου. Δεν υπάρχουν καθόλου γραπτά μνημεία της και οι γνώσεις μας γι’ αυτήν βασίζονται σε υποθέσεις γλωσσολόγων με τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας.
Η επανασύνθεση της πρωτοελληνικής στηρίζεται στις ομοιότητες και τις διαφορές των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων μεταξύ τους, με τις άλλεςινδοευρωπαϊκές γλώσσες και με την (επίσης υποθετικά επανασυντεθειμένη) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Πολύτιμη βοήθεια για την επανασύνθεση και τη χρονολόγηση της πρωτοελληνικής προσέφερε η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, η οποία μας έδωσε μια εικόνα της αρχαίας ελληνικής 500 χρόνια αρχαιότερα από ό,τι ως τότε γνωρίζαμε.
Τόπος και χρόνος της πρωτοελληνικής
Άγνωστο παραμένει το κατά πόσον η «προϊστορική κοινή» ομιλούνταν εντός του σημερινού ελλαδικού χώρου ή εάν η διαφοροποίηση των επιμέρους διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής είχε ήδη λάβει χώρα πριν την έλευση και εγκατάσταση των ελληνικών φύλων στον μετέπειτα ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Η παλαιότερη θεωρία υποστήριζε ότι οι ελληνικές διάλεκτοι είχαν διαφοροποιηθεί ήδη πριν την έλευση των ελληνικών φύλων, τα οποία ήρθαν στον ελλαδικό χώρο κατά «κύματα» με ορισμένους αιώνες διαφορά, με τελευταίο τους Δωριείς («κάθοδος των Δωριέων»). Η έλλειψη όμως αρχαιολογικών ευρημάτων που να επιβεβαιώνουν αλλεπάλληλες εισόδους εχθρικών μεταξύ τους φύλων δημιούργησε αμφιβολίες για την ορθότητα της υπόθεσης αυτής.
Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β αποκάλυψε ότι στη Μυκηναϊκή ελληνική είχαν ήδη επέλθει ορισμένοι νεωτερισμοί (φωνητικές μεταβολές), οι οποίοι δεν είχαν επέλθει στη Δωρική και στις Δυτικές διαλέκτους ακόμη και στους κλασικούς χρόνους. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην πεποίθηση ότι ήδη τη μυκηναϊκή εποχή υπήρχαν περισσότερες της μιας ελληνικές διάλεκτοι. Έτσι η πρωτοελληνική τοποθετείται σε ακόμη προγενέστερο στάδιο από τους Μυκηναίους, δηλαδή περί τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Από την άλλη οι ομοιότητες της Μυκηναϊκής με τη Δωρική καθιστούν πιο πιθανή την συνύπαρξη των δύο φύλων μέσα στον ελλαδικό χώρο παρά την έλευση των Δωριέων αργότερα από κάποιον μακρινό τόπο.
Χαρακτηριστικά
Τα χαρακτηριστικά της πρωτοελληνικής μπορούν μόνο με υποθέσεις να επανασυντεθούν. Για την επανασύνθεσή τους αφετηρία αποτελούν τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των μεταγενέστερων ελληνικών διαλέκτων. Τα χαρακτηριστικά αυτά συγκρίνονται με την επανασυντεθειμένη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα και γίνεται προσπάθεια να τοποθετηθούν οι διαφοροποιήσεις της ελληνικής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή στον χρόνο, Δεν είναι όμως πάντοτε βέβαιο κατά πόσον ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των διαλέκτων ανάγεται στην πρωτοελληνική ή αποτελεί εξέλιξη που επήλθε μετά τη διαφοροποίηση των διαλέκτων αλλά τις επηρέασε σταδιακά όλες
Φωνολογία
Η πρωτοελληνική περιείχε 5 μακρά και 5 βραχέα φωνήεντα, δηλαδή τα ă, ĕ, ĭ, ŏ, ŭ και τα ā, ē, ī, ō, ū, καθώς και τις διφθόγγους ai, ei, oi, au, eu, ou, τόσο βραχείες όσο και μακρές.
Το ημίφωνο *w (wau) της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής διατηρήθηκε στην αρχή της λέξης, ενώ μεταβλήθηκε (τράπηκε σε δασύ h ή σιγήθηκε) μπροστά από φωνήεν στο μέσο της λέξης. Σε μεταγενέστερες διαλέκτους της ελληνικής παραστάθηκε με το δίγαμμα (F).
Το ημίφωνο *y (ή *j) (yod) της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής μεταβλήθηκε στην αρχή της λέξης σε δασύ h ή σε ζ, σιγήθηκε σε ενδοφωνηεντική θέση και μεταβλήθηκε με διάφορους τρόπους σε συνδυασμό με σύμφωνα. Επιβιώνει σε ορισμένες θέσεις στη Μυκηναϊκή ελληνική.
Τα φωνηεντικά υγρά και έρρινα r, l, m, n της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής έχουν τραπεί μάλλον ήδη στην πρωτοελληνική κυρίως σε -α και αντιστοιχούν σε φωνήματα αρ/ρα, αλ/λα, α/αν/να, α/αμ/μα, π.χ. ΠΙΕ *patr̥si>ελλ. πατράσι, ΠΙΕ*ḱr̥d>ελλ. καρδία.
Τα ηχηρά δασέα της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (*bh, *dh, *gh) τρέπονται στην πρωτοελληνική στα αντίστοιχα άηχα δασέα (*ph, *th, *kh), π.χ. ΠΙΕ *bherō> ελλ. pherō (φέρω). Παραδοσιακά πιστευόταν ότι στην Μακεδονική διάλεκτο τα ηχηρά δασέα υπέστησαν ψίλωση και όχι αποφώνηση (δηλαδή έχασαν την δασύτητά τους: *bh > b αντί ph, *dh > d αντί th).Νεότερες απόψεις ισχυρίζονται ότι ούτε αποφώνηση ούτε ψίλωση συνέβη, αλλά διατηρήθηκε αλώβητη η ΠΙΕ προφορά. Αυτό εξηγεί και τις ιδίας χρονολογίας διπλές γραφέςΒίλιππος/Φίλλιπος, Βερενίκα/Φερενίκη κλπ., διότι τα ελληνικά αλφάβητα (κορινθιακό, ιωνικό) που παρέλαβαν οι Μακεδόνες δεν περιείχαν γραφήματα που να αντιστοιχούν σε αυτά τα φωνήματα επακριβώς.
Το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό s στην αρχή της λέξης και ανάμεσα σε φωνήεντα (προφωνηεντικό και διαφωνηεντικό s) τράπηκε σε δασύ h (ΠΙΕ *septm̥>ελλ. ἑπτά) και στη συνέχεια το ενδοφωνηεντικό h απεβλήθη. Το ίδιο συνέβη και σε δάνεια από προελληνικές γλώσσες, όπως το εθνικό Λίγυες. Το ότι η λ. Λίγυες περιείχε αρχικά s φαίνεται αφενός από το λατινικό αντίστοιχο εθνικό Ligures, με δεδομένο ότι στη Λατινική ίσχυσε άλλος φωνητικός νόμος με αποτέλεσμα όχι τη σίγηση του s αλλά τον ρωτακισμό (s>r), και αφετέρου από τη διατήρηση του s στο επίθετο λυγιστικός. Αντίστοιχα ισχύουν και για τις λέξεις ἄπιος και ἄπιον (αχλαδιά και αχλάδι) που στα Λατινικά είναι pīrus και pīrum αντίστοιχα. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σίγηση του s έλαβε χώρα μετά την εισαγωγή των λέξεων αυτών στην ελληνική. Η ύπαρξη από την άλλη δανείων στη Μυκηναϊκή ελληνική, στα οποία το s έχει διατηρηθεί, σημαίνει ότι εκείνα τα δάνεια εισήλθαν μετά την ισχύ του νόμου αυτού στην πρωτοελληνική. Επειδή οι λέξεις αυτές αφορούν αντικείμενα που ήταν γνωστά στους Μυκηναίους ήδη από τον 17ο-16ο αι. π.Χ. τουλάχιστον, όπως ο χρυσός (μυκ. ku-ru-so), μπορεί με ασφάλεια να υποτεθεί ότι η σίγηση του s έλαβε χώρα πριν από τον 17ο αι. π.Χ.[1]Υπάρχουν μεμονωμένες, αβέβαίας αιτιολογίας επιβιώσεις προφωνηεντικού s σε λέξεις όπως Σελήνη/σελάνα, Σέλας, ομηρικό συς/κλασσικό υς: χοίρος.
Οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (*kw, *gw, *kwh) διατηρούνται στην πρωτοελληνική, εφόσον μαρτυρούνται ακόμη στη Μυκηναϊκή. Εξαίρεση αποτελούν οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι πριν ή μετά από [u][2]. Σε αυτήν την περίπτωση ήδη σε προμυκηναϊκό στάδιο απώλεσαν το χειλικό στοιχείο. Σε μεταγενέστερο στάδιο μεταβλήθηκαν όλοι οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι σε άλλα σύμφωνα (χειλικά ή οδοντικά) και εξέλιπαν από την ελληνική, με πιθανή εξαίρεση τον Αρκαδικό κλάδο της Αρκαδοκυπριακής, όπου μάλλον διατηρήθηκαν και χρησιμοποιούνταν το ιδιαίτερο γράμμα ϰ για την απόδοσή τους[3]
Οι λαρυγγικοί φθόγγοι, που κατά τη Λαρυγγική θεωρία υπήρχαν στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, μεταβλήθηκαν στην ελληνική κατά τρόπο διάφορο από ό,τι σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Έτσι στην αρχή της λέξης το *h1 τράπηκε σε e, το *h2 σε a και το *h3 σε o. Στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες οι λαρυγγικοί φθόγγοι στην αρχή της λέξης σιγήθηκαν. Έτσι το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *h2ster- στην ελληνική έγινε ἀστήρ, ενώ στη λατινική stella. Μεταξύ συμφώνων συνέβη πάλι η ίδια μεταβολή (*h1 > e, *h2 > a, *h3 > o), ενώ στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες τράπηκαν όλα είτε σε a είτε σε i ανάλογα με τη γλώσσα[4].
Αβέβαιη είναι η χρονολόγηση της ανομοίωσης των δασέων (νόμου του Grassmann). Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όταν σε μια λέξη υπάρχουν δύο δασέα σύμφωνα (φ, θ, χ), το ένα από τα δύο τρέπεται στο αντίστοιχο ψιλό (π, τ, κ). Έτσι για παράδειγμα ο παρακείμενος του ρήματος χέω δεν είναι *χέχυμαι, κατά το λέλυμαι, αλλά κέχυμαι (το πρώτο χ τράπηκε σε κ). Από τη μια πρόκειται για νόμο κοινό σε όλες τις ελληνικές διαλέκτους, γεγονός που συνηγορεί στην πρωτοελληνική του προέλευση[5]. Από την άλλη η Γραμμική Β δεν διακρίνει ανάμεσα σε ψιλά και δασέα (ke-ku-me-na=κεχυμένα ή και *χεχυμένα), με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επαλήθευση της ισχύος του νόμου αυτού στη Μυκηναϊκή, ενώ δεν παρατηρείται ανομοίωση των δασέων σε περιπτώσεις όπου ενδοφωνηεντικό s τράπηκε σε δασύ h (*θε-σ-ός>*θεhός>θεός αντί του *τεhός με ανομοίωση). Κατά συνέπεια η χρονολόγηση του νόμου αυτού παραμένει αβέβαιη[6]
Πιθανόν στην πρωτοελληνική συνέβησαν οι λεγόμενες «παλαιές αντεκτάσεις» βραχέων φωνηέντων. Οι αντεκτάσεις αυτές, λεγόμενες και άσιγμες (επειδή χανόταν το [s], σε αντίθεση με τις νεότερες, στις οποίες διατηρούνταν) συνέβαιναν όταν ένα βραχύ φωνήεν ακολουθούνταν από συμφωνικό σύμπλεγμα που περιείχε [s] + υγρό ή έρρινο (και αντίστροφα) ή [l] + [n] ή [r]/[n] + [y] και μετά το συμφωνικό σύμπλεγμα ακολουθούσε άλλο φωνήεν. Στην περίπτωση αυτή το [s] ή το δεύτερο σύμφωνο στα συμπλέγματα χωρίς [s] χάθηκε και έμεινε μόνο το άλλο σύμφωνο, ενώ το προηγούμενο βραχύ φωνήεν τράπηκε σε μακρό (*ĕ-sm-i > ē-mi [>εἰμί], *selă-sn-a > selā-na [>σελήνη]). Η ατελής απόδοση των συμφωνικών συμπλεγμάτων και των μακρών και βραχέων φωνηέντων στη Γραμμική Β δεν μας επιτρέπει όμως να είμαστε βέβαιοι για το κατά πόσο οι «παλαιές αντεκτάσεις» είχαν ολοκληρωθεί στη Μυκηναϊκή ή βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη[7].
Πιθανόν στην πρωτοελληνική να λειτούργησε ο νόμος του Osthoff, σύμφωνα με τον οποίο μακρό φωνήεν πριν από ημίφωνο ή υγρό ή έρρινο (y, w, l, r, m, n) και σύμφωνο βραχύνεται(*γνωντες > γνόντες). Η χρονολόγηση του νόμου αυτού δεν είναι πάντως βέβαιη, διότι η Γραμμική Β δεν διακρίνει ανάμεσα σε μακρά και βραχέα, ώστε να γνωρίζουμε αν είχε ήδη λειτουργήσει στη μυκηναϊκή ελληνική[8].
Όλα τα καταληκτικά σύμφωνα της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής σιγήθηκαν πλην των s, n, r, ενώ το καταληκτικό m τράπηκε σε n. Έτσι ήδη από τότε οι ελληνικές λέξεις έληγαν είτε σε φωνήεν είτε σε ένα από αυτά τα τρία σύμφωνα (τα διπλά σύμφωνα ψ < πς και ξ λύκ-ωνκαι όχι *λύκο-ων > *λυκόων (λόγω μακράς λήγουσας με βάση τον νόμο της τρισυλλαβίας) > *λυκῶν
Μορφολογία
Στην πρωτοελληνική ήδη έχει αρχίσει να μειώνεται ο αριθμός των πτώσεων των ονομάτων. Ενώ στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή οι πτώσεις ήταν οκτώ (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική,κλητική, αφαιρετική, οργανική, τοπική), στη μυκηναϊκή ήδη οι πτώσεις έχουν μειωθεί σε έξι (η αφαιρετική έχει συγχωνευθεί στη γενική και η τοπική στη δοτική) και στην κλασική αρχαία ελληνική σε πέντε (η οργανική έχει και αυτή συγχωνευθεί στη δοτική). Στη μυκηναϊκή μαρτυρείται οργανική πληθυντικού με κατάληξη –φι, η οποία απαντά και στον Όμηρο (όχι όμως μόνο ως οργανική, αλλά και σε χρήση τοπικής ή αφαιρετικής, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό). Υπολείμματα της τοπικής παραμένουν στη μυκηναϊκή (di-da-ka-re = didaskalei = στον δάσκαλο, στο σχολείο) αλλά ακόμη και στην κλασική αρχαία ελληνική (οἴκοι = στο σπίτι, Ἰσθμοῖ = στον Ισθμό), αλλά μόνο σε συγκεκριμένες ελάχιστες εκφράσεις. Έτσι γίνεται δεκτό ότι ήδη από την πρωτοελληνική είχαν αρχίσει να συγχωνεύονται οι πτώσεις (συγκρητισμός των πτώσεων).
Οι πρωτοϊνδοευρωπαϊκές καταλήξεις της ονομαστικής πληθυντικού των θεματικών ονομάτων (πρώτη και δεύτερη κλίση της αρχαίας ελληνικής) *-os και *-as τρέπονται στην πρωτοελληνική σε -οι και -αι κατ’ αναλογία προς τους τύπους του άρθρου (τοι>οι), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από αρχαία δεικτική αντωνυμία. Το ίδιο ισχύει και για την κατάληξη της γενικής πληθυντικού των θηλυκών *-ason (>άων > ῶν), αντί του πρωτοϊνδοευρωπαϊκού *-a-om > *-om[11]
Η πρωτοελληνική διατηρεί τα τρία γένη της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (αρσενικό, θηλυκό ουδέτερο).
Η πρωτοελληνική διατηρεί τους τρεις αριθμούς της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (ενικό, δυϊκό και πληθυντικό
πηγή
No comments:
Post a Comment