κοπέρτα ,ο φάκελος στα πολωνικά
koperta
κοπέρτα
φάκελος
ακούστε
W kopercie, którą dziś dostałam, były pieniądze.
φ κοπέρτσιε ,κτόρα τζις ντοστάγουαμ ,μπήγη πιενάντζε.
Στο φάκελο που σου έστειλα ,είχε (ήταν) χρήματα.
ακούστε
dostać kopertę
ντόστατς κοπέρτε
λαμβάνω έναν φάκελο
ακούστε
czerwona koperta
τσερβόνα κοπέρτα
κόκκινος φάκελος
ακούστε
zakleić kopertę
ζακλέιτς κοπέρτε
κολλάω το φάκελο
ακούστε