Η είδηση-αποθέωση του ανθρώπου. Ο Εμμανουήλ Κριαράς, σε ηλικία 107 ετών, δέχθηκε στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται τον πρύτανη του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Γιάννη Μυλόπουλου και τη συντακτική ομάδα του Λεξικού του, οι οποίοι του παρέδωσαν το χειρόγραφο του νέου τόμου, προτού αυτός σταλεί στο τυπογραφείο.
Ο δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ νοσηλεύεται εδώ και λίγες ημέρες στο Ιατρικό Διαβαλκανικό της Θεσσαλονίκης και υποβλήθηκε σε επέμβαση το ισχύο.
Είναι ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος πριν από τέσσερα χρόνια, σε ηλικία 103 ετών συναντήθηκε με τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος το 2009 τον είχε τοποθετήσει τιμητικά στην τελευταία θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, και του ζήτησε να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων στο Γυμνάσιο, επισημαίνοντας ότι η «ταυτόχρονη διδασκαλία νέων και αρχαίων ελληνικών στην πράξη προκαλεί σύγχυση, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι μαθητές να είναι γλωσσικά ακατάρτιστοι».
Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1906 στον Πειραιά, ενώ τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα έζησε στη Μήλο. Το 1914 με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης, όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές.
Το 1924 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής. Παράλληλα με την εργασία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο συνέχισε τις σπουδές του. Το 1930, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, πήγε στο Μόναχο για να ενημερωθεί σε θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα της λεξικογραφίας στο περιβάλλον του Thesaurus Linguae Latinae. Τις περιόδους 1938-1939 και 1945-1948, έμεινε στο Παρίσι για μετεκπαίδευση: Την πρώτη φορά στη βυζαντινολογία και τη δεύτερη στη συγκριτική γραμματολογία.
Γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1948 έθεσε υποψηφιότητα για την έδρα της νέας ελληνικής φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά έχασε τη θέση από έναν άλλο μεγάλο της διανόησης, τον Λίνο Πολίτη.
Δύο χρόνια αργότερα, κατέλαβε τη θέση του τακτικού καθηγητή της μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στην Θεσσαλονίκη δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε (το 1965) η πρώτη -και για πολλά χρόνια μοναδική στην Ελλάδα- έκτακτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας.
Η απόλυση από τη Χούντα και το επιστημονικό του έργο
Τον Ιανουάριο του 1968, η Χούντα τον απέλυσε για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Έτσι, αφοσιώθηκε στη σύνταξη του «Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)», ενώ από τότε μέχρι και σήμερα συνεχίζει το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς είναι ίσως ο πολυγραφότερος νεοέλληνας επιστήμονας, με περίπου είκοσι χιλιάδες σελίδες έργου. Έχει γράψει περισσότερα από 1.000 άρθρα και έχει εκδώσει αυτοτελώς 60 βιβλία. Από όλα αυτά όμως ξεωρίζει το Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669) που έχει καθιερωθεί διεθνώς ως Λεξικό Κριαρά.
Το 1997, για προσωπικούς λόγους, ο κ. Κριαράς εγκατέλειψε το μεσαιωνικό λεξικό του, παραδίδοντας το σχετικό λεξικογραφικό του αρχείο στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας της Θεσσαλονίκης. Το Κέντρο συνεχίζει την επεξεργασία του αρχείου και έχει εκδώσει τον 15ο (2006), 16ο (2008) και 17ο (2011) τόμο του Λεξικού, καθώς και δίτομη επιτομή των πρώτων 14 τόμων.
Στο λεξικογραφικό χώρο ανήκει και η σύνταξη από τον κ. Κριαρά του Λεξικού της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής το 1995 που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών.
Δημοτικιστής ως το τέλος
Ο κ. Κριαράς υπήρξε πιστός της δημοτικιστικής ιδεολογίας από τα μαθητικά του χρόνια, συγκεκριμένα από το 1923, και αγωνίστηκε με όλα τα μέσα που διέθετε για τα γλωσσικά του πιστεύω. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του τόσο στην αναγνώριση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους όσο και στην καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής. Όταν το 1976 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπουργό παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη αποφάσισε να καθιερώσει τη δημοτική γλώσσα στην παιδεία και τη δημόσια διοίκηση του ανατέθηκε η ευθύνηνα προσαρμόσει στη σύγχρονη πραγματικότητα η Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη που είχε γραφεί το 1941.
Όταν το 1982, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αποφάσισε να συντάσσονται οι νόμοι στη δημοτική γλώσσα και να καθιερωθεί το μονοτονικό σύστημα γραφής, ο Εμμανουήλ Κριαράς ορίστηκε πρόεδρος της εικοσαμελούς επιτροπής που συγκροτήθηκε.
Βραβεία και διακρίσεις
Για την προσφορά του, ο Εμμανουήλ Κριαράς έχει τιμηθεί με το Σταυρό των Ταξιαρχών του Τάγματος του Φοίνικος (δις), το Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος Γεωργίου Α΄ και του Ταξιάρχη του Τάγματος Τιμής.
Η Γαλλία του απένειμε το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και η Ιταλία το παράσημο του Ταξιάρχη επί τιμή της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Το 1977 για το συνολικό επιστημονικό του έργο του απονεμήθηκε στη Βιέννη από το γερμανικό Alfred Toepfler Stiftung το σημαντικό Βραβείο Herder, ενώ έργα του έχουν κατά καιρούς τιμηθεί με τα βραβεία Zappas της Γαλλίας (το διδακτορικό του), Γουλανδρή (η μονογραφία του για το Σολωμό), Γεωργίου Φωτεινού της Ακαδημίας Αθηνών (η έκδοση της Πανώριας), κ.ά.
Ο Κριαράς είναι σήμερα, μεταξύ πολλών άλλων, επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, επίτιμο μέλος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και του Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών.
Παράλληλα, είναι αντεπιστελλόν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ξένος εταίρος της Ακαδημίας Arcadia της Ρώμης και της Ακαδημίας του Παλέρμου.
Το 2006, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την ανώτατη τιμητική του διάκριση, το Χρυσό Αριστοτέλη, ενώ την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η σύζυγός του, καθηγήτρια της ψυχοτεχνικής στη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης (σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, με την οποία είχε παντρευτεί το 1936, απεβίωσε την 1η Μαΐου του 2000.