Γελοιογραφία του Νιγιάζ Καρίμοφ |
Ματριόσκα, κολχόζ, σπούτνικ, περεστρόικα. Σε διάφορες περιόδους η ρωσική γλώσσα τροφοδοτούσε άλλες γλώσσες με πρωτότυπες λέξεις που δεν μπορούν να μεταφραστούν. Το ίδιο έγινε πρόσφατα με άλλη μία ρωσική λέξη που μπήκε στα αγγλικά στη μεταγραμμένη της μορφή: krysha. Η λέξη αυτή, γενικά, δεν είναι καινούργια και σημαίνει απλώς “στέγη”, roof. Όταν όμως πριν από δύο χρόνια αυτή η λέξη χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη δικαστική διαμάχη Αμπραμόβιτς και Μπερεζόβσκι, στο Λονδίνο, προέκυψε η ερώτηση, γιατί μια λέξη που σημαίνει μια απλή υλική κατασκευή μεταφέρεται στον τομέα των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, και τι δηλώνει σ' αυτή την περίπτωση.
Το “κρίσα” είναι μια οντότητα που προστατεύει εκείνον που βρίσκεται κάτω απ' αυτήν, από ανεπιθύμητες εξωτερικές επιδράσεις. Τη δεκαετία του '90, την περίοδο διαμόρφωσης της μετασοβιετικής επιχειρηματικότητας, οι μικρές εταιρίες δέχονταν συνεχώς επιθέσεις από κακοποιούς, οι οποίοι τους επέβαλλαν τακτικό ... χαράτσι. Στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν απ' τους εκβιαστές, ήταν αναγκασμένοι να προσφεύγουν σ' εκείνους που ήταν σε θέση να τους εξασφαλίσουν την προστασία. Και επειδή τότε η αστυνομία δεν ανταποκρίνονταν σ' αυτά τα καθήκοντα (ενώ αντιθέτως, συστηματικά κάλυπτε τους κακοποιούς, λαμβάνοντας μίζα από το χαράτσι), το ρόλο της “στέγης” αναλάμβανε συνήθως μια ανταγωνιστική ομάδα κακοποιών.
Δεν το έκαναν, βέβαια, δωρεάν, αλλά τα ποσά που οι “καλοί κακοποιοί” έπαιρναν από τους επιχειρηματίες, δεν αποτελούσαν πια χαράτσι, αλλά μια έντιμη αποζημίωση για τις υπηρεσίες των επαγγελματιών της “ασφάλειας”. Σε λίγο καιρό, όλος ο επιχειρηματικός κόσμος βρέθηκε στεγασμένος κάτω από διάφορες “στέγες” (που μεταμορφώθηκαν σταδιακά σε νόμιμα γραφεία υπηρεσιών σεκιούριτι), που είχαν μοιράσει μεταξύ τους (συνήθως μετά από αιματηρές συγκρούσεις) τις ... ζώνες επιρροής.
Η επόμενη φάση ξεκίνησε με την εισαγωγή σ' αυτή τη διαδικασία των αξιωματικών που είχαν τον επίσημο έλεγχο των αντίστοιχων τομέων. Οι “στέγες” του δρόμου ανήκαν πια στο παρελθόν (όπως και οι συγκρούσεις των γκάνγκστερ), και τη θέση τους πήραν οι “στέγες” γραφείου. Κάτι τέτοιο ήταν κάπως φυσικό. Συχνά, σημαντικές δημόσιες θέσεις καταλαμβάνονταν από πρώην προσωπικότητες του υποκόσμου που συνειδητοποίησαν ότι η νομιμοποιημένη εξουσία ανοίγει σημαντικά διαφορετικές προοπτικές, σε σχέση με τον υπόκοσμο του δρόμου. Η διαδικασία του περάσματος του εγκληματικού στοιχείου στο κατεστημένο παρουσιάζεται ειρωνικά στο τέλος της μαύρης κωμωδίας “Ζμόυρικι” του Αλεξέι Μπαλαμπάνοφ, όπου οι δύο συμπαθείς δολοφόνοι και έμποροι ναρκωτικών από την επαρχία της εποχής του '90, γίνονται στις μέρες μας βουλευτές της Δούμας, και αναρωτιούνται πικρά: “Πού βαδίζει αυτή η χώρα;!”. Στο τέλος το μοντέλο της “στέγης” διαδόθηκε σε όλα τα επίπεδα του οικονομικού συστήματος, και οι δισεκατομμυριούχοι Αμπραμόβιτς και Μπερεζόβσκι, αναφερόμενοι στις “στέγες” τους, εννοούσαν, φυσικά, όχι τους γκάνγκστερ της πιάτσας, αλλά υψηλόβαθμα πρόσωπα από το τότε περιβάλλον του Γέλτσιν.
Η ρωσική λέξη “κρίσα” (“στέγη”) έχει και μια άλλη, μεταφορική σημασία, η οποία ωστόσο υπάρχει και στα αγγλικά, όπως για παράδειγμα στον τίτλο της επιτυχίας της μπάντας Bloodhound Gang “Roof on Fire”. Στο αργκό, “στέγη” αποκαλείται το κεφάλι, δηλαδή οι συνείδηση, ο νους, στην περίπτωση που ο νους θολώνει, και οι συνείδηση αποσύρεται. Η διαφορά είναι ότι στα αγγλικά η στέγη “καίγεται”, ενώ στα ρωσικά “φεύγει”. Σε ένα γνωστό ανέκδοτο, ένας άνθρωπος ξυπνά το πρωί, μετά από γλέντι, με πονοκέφαλο και χωρίς να θυμάται τι έγινε το προηγούμενο βράδυ, βρίσκει πάνω στο τραπέζι το εξής σημείωμα: “Έφυγα. Η στέγη σου”. Η έννοια της απόλυτης τρέλας μεταφέρεται με την έκφραση “η στέγη καταστράφηκε”, ενώ η έντονη εγκεφαλική εργασία περιγράφεται με τη φράση “η στέγη βγάζει καπνούς” (η δική μας στέγη, σε αντίθεση με την αγγλική, δεν μπορεί “να καεί”). Άλλη μια εκδοχή της ίδιας έννοιας αποτελεί η χρήση της λέξης “τσερντάκ” (“σοφίτα”), που κανονικά σημαίνει μη-κατοικήσιμος χώρος κάτω από τη στέγη. Ετσι, αν η “σοφίτα” έχει κατσαρίδες, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπός δεν τα πάει πολύ καλά και πράττει ανοήτως, δεν αποκλείεται και υπό την επήρρεια ναρκωτικών.
Η λέξη “κρίσα” έχει και την υποκοριστική μορφή “κρίσκα”, που συνήθως σημαίνει το καπάκι ενός δοχείου. Μπουκαλιού, βραστήρα, κουτιού. Όπως και η “στέγη”, το “καπάκι” επίσης έχει μια δεύτερη σημασία, αλλά σ' αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για προστασία, αλλά για το αντίθετο. Η φράση “αυτός έχει καπάκι” σημαίνει ότι ο κάποιος βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο, δηλαδή, έρχεται το τέλος του. Αυτή η έκφραση εξηγείται με τη λειτουργία μόνο μίας από τις σημασίας της λέξης “καπάκι”, και, συγκεκριμένα, το καπάκι του φέρετρου.
Αν σας “έφυγε η στέγη”, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι “έχετε καπάκι”.
Ο Αλεξέι Μιχέγεφ είναι διδάκτωρ γλωσσολογίας, αρχισυντάκτης της ιστοσελίδας “Λεξικά 21ου αιώνα”
πηγή
Σου άρεσε η ανάρτηση; Κάνε like στο facebook.
Το “κρίσα” είναι μια οντότητα που προστατεύει εκείνον που βρίσκεται κάτω απ' αυτήν, από ανεπιθύμητες εξωτερικές επιδράσεις. Τη δεκαετία του '90, την περίοδο διαμόρφωσης της μετασοβιετικής επιχειρηματικότητας, οι μικρές εταιρίες δέχονταν συνεχώς επιθέσεις από κακοποιούς, οι οποίοι τους επέβαλλαν τακτικό ... χαράτσι. Στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν απ' τους εκβιαστές, ήταν αναγκασμένοι να προσφεύγουν σ' εκείνους που ήταν σε θέση να τους εξασφαλίσουν την προστασία. Και επειδή τότε η αστυνομία δεν ανταποκρίνονταν σ' αυτά τα καθήκοντα (ενώ αντιθέτως, συστηματικά κάλυπτε τους κακοποιούς, λαμβάνοντας μίζα από το χαράτσι), το ρόλο της “στέγης” αναλάμβανε συνήθως μια ανταγωνιστική ομάδα κακοποιών.
Οι “προστάτες” του κράτους και του παρακράτους
Η επόμενη φάση ξεκίνησε με την εισαγωγή σ' αυτή τη διαδικασία των αξιωματικών που είχαν τον επίσημο έλεγχο των αντίστοιχων τομέων. Οι “στέγες” του δρόμου ανήκαν πια στο παρελθόν (όπως και οι συγκρούσεις των γκάνγκστερ), και τη θέση τους πήραν οι “στέγες” γραφείου. Κάτι τέτοιο ήταν κάπως φυσικό. Συχνά, σημαντικές δημόσιες θέσεις καταλαμβάνονταν από πρώην προσωπικότητες του υποκόσμου που συνειδητοποίησαν ότι η νομιμοποιημένη εξουσία ανοίγει σημαντικά διαφορετικές προοπτικές, σε σχέση με τον υπόκοσμο του δρόμου. Η διαδικασία του περάσματος του εγκληματικού στοιχείου στο κατεστημένο παρουσιάζεται ειρωνικά στο τέλος της μαύρης κωμωδίας “Ζμόυρικι” του Αλεξέι Μπαλαμπάνοφ, όπου οι δύο συμπαθείς δολοφόνοι και έμποροι ναρκωτικών από την επαρχία της εποχής του '90, γίνονται στις μέρες μας βουλευτές της Δούμας, και αναρωτιούνται πικρά: “Πού βαδίζει αυτή η χώρα;!”. Στο τέλος το μοντέλο της “στέγης” διαδόθηκε σε όλα τα επίπεδα του οικονομικού συστήματος, και οι δισεκατομμυριούχοι Αμπραμόβιτς και Μπερεζόβσκι, αναφερόμενοι στις “στέγες” τους, εννοούσαν, φυσικά, όχι τους γκάνγκστερ της πιάτσας, αλλά υψηλόβαθμα πρόσωπα από το τότε περιβάλλον του Γέλτσιν.
Καλύτερα με “στέγη” παρά με “καπάκι”
Η λέξη “κρίσα” έχει και την υποκοριστική μορφή “κρίσκα”, που συνήθως σημαίνει το καπάκι ενός δοχείου. Μπουκαλιού, βραστήρα, κουτιού. Όπως και η “στέγη”, το “καπάκι” επίσης έχει μια δεύτερη σημασία, αλλά σ' αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για προστασία, αλλά για το αντίθετο. Η φράση “αυτός έχει καπάκι” σημαίνει ότι ο κάποιος βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο, δηλαδή, έρχεται το τέλος του. Αυτή η έκφραση εξηγείται με τη λειτουργία μόνο μίας από τις σημασίας της λέξης “καπάκι”, και, συγκεκριμένα, το καπάκι του φέρετρου.
Αν σας “έφυγε η στέγη”, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι “έχετε καπάκι”.
Ο Αλεξέι Μιχέγεφ είναι διδάκτωρ γλωσσολογίας, αρχισυντάκτης της ιστοσελίδας “Λεξικά 21ου αιώνα”
πηγή