Ιδιωματικές λέξεις σλαβικής προέλευσης στα ελληνικά.
- αστρέχα [το γείσο της στέγης]
- βεδούρι [ξύλινο δοχείο για το γάλα]
- γράνα [χαντάκι]
- γρεντιά [ξύλινο δοκάρι]
- καρούτα [ποτίστρα για τα ζώα]
- καρτόφι [πατάτες στα ποντιακά]
- καστραβέτσι [αγγούρι]
- μισίρκα [γαλοπούλα στα σερρέικα]
- οβορός [περιφραγμένη αυλή]
- πλόσκα [ξύλινο φλασκί]
- σμερδάκι [χαμοδράκι, είδος ξωτικού]
- σουβάλα [φυσικός ταμιευτήρας νερού]
- τσέργα [βελέντζα]
- αγκιτάτορας
- ασβός
- αστρέχα [το γείσο της στέγης]
- βάβω/μπάμπω
- βαγένι
- βάλτος
- βαρδάρης
- βεδούρα [ξύλινο δοχείο για το γάλα]
- βερβερίτσα
- βίδρα
- βίτσα
- βλάχος
- βοεβόδας
- βολοδέρνω [κατά το ΛΚΝ μόνο, ο Μπαμπινιώτης παράγει τη λέξη από τον βώλο του χώματος]
- βότκα
- βρικόλακας
- γιάφκα
- γκλάβα
- γκλαβανή [η καταπακτή]
- γκορτσιά
- γουστερίτσα
- γράνα [χαντάκι]
- γρεντιά [ξύλινο δοκάρι]
- ζαβλακώνομαι [κατά Μπαμπινιώτη μόνο, το ΛΚΝ παράγει από ζαβώνω+βλακώνω]
- ζαλίκι [φορτίο, και ρ. ζαλικώνω/ζαλώνω]
- ζούζουλο [ζωύφιο]
- ιντελιγκέντσια
- καρβέλι
- καρούτα [ποτίστρα για τα ζώα]
- καρτόφι [πατάτες στα ποντιακά]
- καστραβέτσι [αγγούρι]
- κλούβιος [κατά ΛΚΝ, ο Μπαμπινιώτης εκφράζει επιφυλάξεις]
- κνούτο
- κολεκτίβα
- κολχόζ
- κόρα
- κόσα [γεωργικό κοπτικό εργαλείο]
- κοτσάνι [ο Μπαμπινιώτης θεωρεί πως είναι τουρκικό δάνειο, πιθανώς σλαβικής απώτερης αρχής]
- κοτσίδα [ο Μπαμπινιώτης δίνει ελληνική ετυμολογία]
- κουλάκος
- κουνάβι
- κούρκος
- κουρνιάζω
- κουτάβι
- λακκούβα [με παρετυμολογία προς τον λάκκο]
- λόγγος
- λούτσα [κατά Μπαμπινιώτη είναι αλβανικό δάνειο]
- μαγούλα
- μαζούτ [το ΛΚΝ το θεωρεί δάνειο από αγγλ. ή γαλλικά, ρωσικής αρχής]
- μενσεβίκος
- μισίρκα [γαλοπούλα στα σερρέικα]
- μόρα
- μουζίκος
- μουντός
- μπαλαμούτι
- μπάρα [με τη σημασία 'λάκκος με νερά, λιμνούλα']
- μπέμπελη
- μπολσεβίκος
- μπουχός
- μπράτιμος
- μπροστέλα [με παρασύνδεση με τη λέξη 'μπροστά']
- νομενκλατούρα
- ντιρεκτίβα
- ντόμπρος
- οβορός [περιφραγμένη αυλή]
- πάπρικα
- περεστρόικα
- πέστροφα [παρετυμ. σύνδεση με το "επιστρέφω"]
- πιροσκί
- πλάβα [βάρκα λιμνίσια χωρίς καρίνα]
- πλόσκα [ξύλινο φλασκί]
- πογκρόμ
- προβοκάτσια
- πρόγκα
- ραβάνι [το ρυθμικό βάδισμα αλόγου, ο πλαγιοτροχισμός]
- ραβασάκι
- ρεκάζω
- ρήσος [ο λύγκας]
- ρούβλι
- ρούχο
- σαμοβάρι
- σανός
- σβάρνα
- σέμπρος
- σμερδάκι [χαμοδράκι, είδος ξωτικού]
- σοβιέτ
- σουβάλα [φυσικός ταμιευτήρας νερού]
- σπούτνικ
- στούμπος
- τζόρας
- τραντάζω [ο Μπαμπινιώτης δίνει και ελληνική εκδοχή]
- τρόικα
- τσαντίλα [το αραιοφαμένο σακούλι]
- τσάρος
- τσέλιγκας
- τσέργα [βελέντζα]
- τσίπα
- τσίτσα [ξύλινο δοχείο για κρασί]
- φράξια
- χουγιάζω