Τούρκικες λέξεις στη νεοελληνική διάλεκτο
γούρι(τύχη)
εργένης(άγαμος)
ζόρι(δυσκολία)
καβγάς(φιλονικία)
καρπούζι(υδροπέπον)
λεβέντης(ανδρείος)
μεζές(ορεκτικό)
μεράκι(πόθος)
μπελάς(ενόχληση)
ντέρτι(καημός)
σουγιάς(μαχαιράκι)
ταβάνι(οροφή)
τενεκές(δοχείο)
φλιτζάνι(κύπελλο)
χατίρι(χάρη)
ταβατούρι(σύγχυση)
τσάμπα(δωρεάν)
σαΐνι(ευφυής)
σοκάκι(δρόμος)
αντάμης= παλικάρι, θαραλέος, ο πιο ξηγημένος από τον μόρτη
απτάλης= ηλίθιος
ασλάνης= δυνατός, ακαταμάχητος
γερλής= γενίτσαροι, το αντίπαλο δέος προς τους Χαΐνηδες
γιάντες= παιχνίδι μνήμης το οποίο ξεκινάει (συνήθως) μετά από το σπάσιμο του διχαλωτού κοκάλου μιας όρνιθας και στο οποίο χάνει ο παίχτης που παίρνει στα χέρια του ένα αντικείμενο από συμπέκτη, χωρίς να δηλώσει τους όρους του παιχνιδιού (συνήθως) με τη λέξη: "το ξέρω" ή "το θυμάμαι", οπότε ο συμπέκτης που κερδίζει φωνάζει "γιάντες". Δηλ. είναι ένα παιχνίδι που όταν ξεκινάει, αναμετριέται η εξυπνάδα μεταξύ των παιχτών, αφού ξυπνάει την καχυποψία και τη συνήδηση σε κάθε κίνηση ανταλλαγής, ακόμα και των πιο απλών πραγμάτων.
γκιουλέκας= ψευτοπαλικαράς, νταής
ζαπτιές= αστυνομικός, χωροφύλακας
ζεβζέκης= ανόητος, ελαφρόμυαλος, (συνών.) αχμάκης
ζορμπαλίκι= τυραννική συμπεριφορά, ετσιθελισμός
καζίκι= παλούκι, πάσσαλος || δύσκολη, δυσάρεστη περίσταση
καλαφατίζω= φράζω μα στουπί ή πίσσα τα κενά στις σανίδες πλοίου ή βαρελιού κτλ.
καλπουζανιά= πλαστογραφία || (γεν.) απάτη, δολιότητα
κατσαμάκι= υπεκφυγή, πρόφαση || χυλός από καλαμποκάλευρο
λαφαζάνης= φλύαρος
μουφλουζεύω= πτωχεύω, χρεοκοπώ
μπασκίνας= χωροφύλακας
μπαταλής= δυσκίνητος, χοντρός και άχαρος
μπεζαχτάς= πρόχειρο χρηματοκιβώτιο, μέρος για χρήματα
μπεζεβέγκης= αχρείος, ρουφιάνος, μασκαράς
μπερεκετλίδικος= πλούσιος
μπουγιουρντί= επίσημο εγγραφό με το οποίο ανακοινώνεται η επιβολή ποινής
μπουντούρης= μικρός, κακάσχημος
νταγιαντίζω= υπομένω, ανέχομαι, υποφέρω
ραχατλής= τεμπέλης, χουζουρλής
σεΐζης= ιπποκόμος
σελεμιάζω= ζω και τρώγω εις βάρος άλλων || παρασιτώ || κλεβω με απιτηδειότητα
σερσέμης= χαζός, ανόητος
σκιτζής= μπαλωματής || (μτφ.) αδέξιος, άσχετος τεχνίτης
τζουτζές= νάνος || (συνεκδ.) ασύμαντος, γελοίος, σαλτιμπάγκος
τοπούζι= ρόπαλο που απολήγει σφαιρωτό άκρο, ισχυρό ρόπαλο
τουρκόγερος= σκληρός Έλληνας προεστός κατά την τουρκοκρατία || (κατ' επέκτ.) άρχοντας περιοχής με ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά
τσανάκι= μικρό πήλινο πιάτο || (μτφ.) άνθρωπο κακής διαγωγής, αχρείος, φαύλος
τσανακογλείφτης= (μτφ.) ευτελής - αναξιοπρεπής κόλακας, ο γλοιώδης, ο τιποτένιος
τσιπλάκης= γυμνός, άντυτος, ξέντυτος || (μτφ.) φτωχός, κακομοίρης, άπορος
τσορμπατζής= προύχοντας || (μτφ.) ευγενής, αριστοκράτης
χαζινές ή χαζενές= ταμείο, θησαυροφυλάκιο, ιδ. το δημόσιο ταμείο
Χαΐνηδες= οι χριστιανοί νέοι που κατέφυγαν στα βουνά και προσέβαλλαν του Τούρκους με νυχτερινές καταδρομές
χαντούμης= ευνούχος
πηγή