Το 1886 ανακοινώθηκε η ανεύρεση στη Λήμνο μιας αρχαίας επιγραφής, της οποίας το κείμενο ήταν μεν γραμμένο δια της Ελληνικής αλφαβήτου αλλά το περιεχόμενο ήταν αδύνατον να κατανοηθεί.
Και επειδή η Λήμνος ήταν κατοικία Πελασγών, σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιών ιστορικών – Ηρόδοτο, Θουκυδίδη – η ανακάλυψη προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στους επιστημονικούς κύκλους, διότι ήταν η πρώτη φορά που έρχονταν στο φως ένα γνήσιο Πελασγικό κείμενο, όπως μας πληροφορεί ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή του βιβλίου.
Άλλες τρεις επιγραφές, που ανήκαν στην ίδια κατηγορία μ’ αυτήν της Λήμνου, ανακαλύφτηκαν στην Πραισό της ανατολικής Κρήτης διαδοχικά κατά τα έτη 1893, 1901 και 1904.Ο Θωμόπουλος λοιπόν,χρησιμοποίησε την Αλβανική για να αναγνώσει τις επιγραφές αυτές και όχι μόνον.
Άλλες τρεις επιγραφές, που ανήκαν στην ίδια κατηγορία μ’ αυτήν της Λήμνου, ανακαλύφτηκαν στην Πραισό της ανατολικής Κρήτης διαδοχικά κατά τα έτη 1893, 1901 και 1904.Ο Θωμόπουλος λοιπόν,χρησιμοποίησε την Αλβανική για να αναγνώσει τις επιγραφές αυτές και όχι μόνον.
Υποστήριξε ότι η γλώσσα των επιγραφών είναι η ελληνοπελασγική-αλβανική γλώσσα. Όλες τις θεωρίες αυτές και όλα τα σχετικά επιστημονικά του ευρήματα και πορίσματα τα εξέδωσε το 1912 στο βιβλίο του «ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ». Ένα βιβλίο 900ων σελίδων. (εκδ. ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΑΣΤΡΙΤΣΙΟΥ 9, 54923 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1994).
Σήμερα η επικρατούσα επιστημονική άποψη είναι ότι ή γλώσσα της επιγραφής της Λήμνου είναι συγγενής μάλλον της ετρουσκικής.
Από την εισαγωγή του βιβλίου διαβάζουμε το κεφάλαιο:
Το έργον του Ιακώβου Θωμοπούλου
Με την ανακάλυψιν ολίγων Πελασγικών λέξεων (εννοεί στις προαναφερθείσες επιγραφές, αλλά και σε πολλές άλλες, όπως θα δούμε) και πολλών Πελασγικών τοπωνυμίων εξηκριβώθη βεβαίως η έκτασις της γεωγραφικής εξαπλώσεως και η γλωσσική ενότης του προελληνικού Πελασγικού κόσμου. Δεν ελύθη όμως το πρόβλημα της Πελασγικής γλώσσης...
Εις το σημείον τούτο βλέπομεν να έρχεται ο Ι. Θωμόπουλος με το αξιοθαύμαστον έργον του, καρπόν μιας τεραστίας προσπαθείας να καλύψη το υπάρχον κενόν.
Ο Θωμόπουλος είχε γεννηθή εις την Κεφαλληνίαν το 1855. Ως νεαρός φοιτητής της ιατρικής έζησεν εις τας Αθήνας τον γενικόν ενθουσιασμόν τον οποίον προεκάλεσαν τότε αι περίφημοι ανασκαφαί του Σλήμαν εις την Τροίαν.
Σήμερα η επικρατούσα επιστημονική άποψη είναι ότι ή γλώσσα της επιγραφής της Λήμνου είναι συγγενής μάλλον της ετρουσκικής.
Από την εισαγωγή του βιβλίου διαβάζουμε το κεφάλαιο:
Το έργον του Ιακώβου Θωμοπούλου
Με την ανακάλυψιν ολίγων Πελασγικών λέξεων (εννοεί στις προαναφερθείσες επιγραφές, αλλά και σε πολλές άλλες, όπως θα δούμε) και πολλών Πελασγικών τοπωνυμίων εξηκριβώθη βεβαίως η έκτασις της γεωγραφικής εξαπλώσεως και η γλωσσική ενότης του προελληνικού Πελασγικού κόσμου. Δεν ελύθη όμως το πρόβλημα της Πελασγικής γλώσσης...
Εις το σημείον τούτο βλέπομεν να έρχεται ο Ι. Θωμόπουλος με το αξιοθαύμαστον έργον του, καρπόν μιας τεραστίας προσπαθείας να καλύψη το υπάρχον κενόν.
Ο Θωμόπουλος είχε γεννηθή εις την Κεφαλληνίαν το 1855. Ως νεαρός φοιτητής της ιατρικής έζησεν εις τας Αθήνας τον γενικόν ενθουσιασμόν τον οποίον προεκάλεσαν τότε αι περίφημοι ανασκαφαί του Σλήμαν εις την Τροίαν.
Με την ανακάλυψιν της μέχρι τότε θεωρουμένης «μυθικής» πόλεως και με την ανεύρεσιν του χρυσού «θησαυρού του Πριάμου» το 1873. Ο Σλήμαν είχεν αποδείξει εις τον έκπληκτον επιστημονικόν κόσμον την ιστορικήν αξιοπιστίαν του Ομήρου.
Κατόπιν ο διάσημος πλέον αρχαιολόγος ήλθεν εις την Ελλάδα και από τας «πολυχρύσους Μυκήνας», ανεκάλυψε πέντε πολυχρύσους βασιλικούς τάφους...
Ο Θωμόπουλος έζησε τας συγκινήσεις αυτάς κατά την νεανικήν του ηλικίαν. Βραδύτερον, ως ώριμος ιατρός πλέον, έζησε νέαν συγκίνησιν εκ της ανακαλύψεως το 1900 των καταπληκτικών «Μινωικών» ανακτόρων της Κνωσού υπό του Έβανς.
Παρ’ όλον ότι ήσκει το ιατρικόν επάγγελμα, είχεν εντονώτατον ενδιαφέρον δια την έρευναν του αρχαίου κόσμου. ιδιαιτέρως τον είλκυον τα ζητήματα του Ομηρικού κόσμου, καθ’ όσον μάλιστα η πατρίς του Κεφαλληνία ανήκεν εις το βασίλειον του Οδυσσέως.
Όταν δε από το 1900 ο Γερμανός αρχαιολόγος Δαίρπφελδ ήρχισε να υποστηρίζη ότι η Ομηρική Ιθάκη δεν εταυτίζετο με την σημερινήν Ιθάκην, αλλά με την Λευκάδα, ο Θωμόπουλος απεφάσισε να ερευνήση και αυτός το πρόβλημα. Ούτω προέκυψεν η μελέτη του με τίτλον «Ομηρική Ιθάκη» (1908), όπου απέκρουσεν ως αβάσιμον την θεωρίαν εκείνην ( και εδικαιώθη κατόπιν δια των ανασκαφών του 1930).
Αμέσως επροχώρησεν εις δευτέραν Ομηρικήν μελέτην, ερευνών γεωγραφικά προβλήματα της Οδυσσείας. Ασχολούμενος λοιπόν με την αρχαίαν Κρήτην, επληροφορήθη δια πρώτην φοράν τον Δεκέμβριον του 1908 την ύπαρξιν των «Ετεοκρητικών» επιγραφών της Πραισού, συγχρόνως και την ύπαρξιν της Πελασγικής επιγραφής της Λήμνου. Έχων το προνόμιον να είναι ήδη γνώστης πολλών γλωσσών (Λατινικήν, Αγγλικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν και Αλβανικήν) απεφάσισε να ασχοληθή και με το μυστήριον της πελασγικής γλώσσης.
Ευθύς εξ αρχής παρετήρησεν ωρισμένας ομοιότητας λέξεων των επιγραφών προς λέξεις Αλβανικάς. Εάν λοιπόν η αρχαία Ελληνική δεν ήτο αρκετή δια την κατανόησίν των, μήπως θα εβοήθει η Αλβανική;
Ήδη κατά το παρελθόν, όπως ήδη ανεφέρθη, ο Georg von Hahn και ο Δημήτριος Camara είχον επιτύχει να συσχετίσουν παναρχαίας Ελληνικάς λέξεις με Αλβανικάς. Ήτο δε άλλοτε (ιδίως μεταξύ 1850 και 1880) γενική σχεδόν η αναγνώρισις της Αλβανικής ως γλώσσης του λεγομένου «Πελασγικού» κλάδου.
Εν τέλει ο Θωμόπουλος ήτο βέβαιος ότι είχεν εύρει την λύσιν: η Αλβανική είχε διασώσει πλείστας Πελασγικάς λέξεις, ακόμη και γραμματικά χαρακτηριστικά της Πελασγικής.
Με την βοήθειαν της Αλβανικής επροχώρησε λοιπόν εις την ανάγνωσιν των επιγραφών της Λήμνου και της Πραισού. Δεν περιορίσθη όμως εκεί. Επεξετάθη εις συγκρίσεις και αναλύσεις πλήθους επιγραφών διαφόρων λαών της Μικράς Ασίας (Λυκίων, Καρών, Λυδών, Φρυγών κ.ά.). κατόπιν συμπεριέλαβεν εις την έρευναν την γλώσσαν των Ετρούσκων της Ιταλίας.
Κατόπιν ο διάσημος πλέον αρχαιολόγος ήλθεν εις την Ελλάδα και από τας «πολυχρύσους Μυκήνας», ανεκάλυψε πέντε πολυχρύσους βασιλικούς τάφους...
Ο Θωμόπουλος έζησε τας συγκινήσεις αυτάς κατά την νεανικήν του ηλικίαν. Βραδύτερον, ως ώριμος ιατρός πλέον, έζησε νέαν συγκίνησιν εκ της ανακαλύψεως το 1900 των καταπληκτικών «Μινωικών» ανακτόρων της Κνωσού υπό του Έβανς.
Παρ’ όλον ότι ήσκει το ιατρικόν επάγγελμα, είχεν εντονώτατον ενδιαφέρον δια την έρευναν του αρχαίου κόσμου. ιδιαιτέρως τον είλκυον τα ζητήματα του Ομηρικού κόσμου, καθ’ όσον μάλιστα η πατρίς του Κεφαλληνία ανήκεν εις το βασίλειον του Οδυσσέως.
Όταν δε από το 1900 ο Γερμανός αρχαιολόγος Δαίρπφελδ ήρχισε να υποστηρίζη ότι η Ομηρική Ιθάκη δεν εταυτίζετο με την σημερινήν Ιθάκην, αλλά με την Λευκάδα, ο Θωμόπουλος απεφάσισε να ερευνήση και αυτός το πρόβλημα. Ούτω προέκυψεν η μελέτη του με τίτλον «Ομηρική Ιθάκη» (1908), όπου απέκρουσεν ως αβάσιμον την θεωρίαν εκείνην ( και εδικαιώθη κατόπιν δια των ανασκαφών του 1930).
Αμέσως επροχώρησεν εις δευτέραν Ομηρικήν μελέτην, ερευνών γεωγραφικά προβλήματα της Οδυσσείας. Ασχολούμενος λοιπόν με την αρχαίαν Κρήτην, επληροφορήθη δια πρώτην φοράν τον Δεκέμβριον του 1908 την ύπαρξιν των «Ετεοκρητικών» επιγραφών της Πραισού, συγχρόνως και την ύπαρξιν της Πελασγικής επιγραφής της Λήμνου. Έχων το προνόμιον να είναι ήδη γνώστης πολλών γλωσσών (Λατινικήν, Αγγλικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν και Αλβανικήν) απεφάσισε να ασχοληθή και με το μυστήριον της πελασγικής γλώσσης.
Ευθύς εξ αρχής παρετήρησεν ωρισμένας ομοιότητας λέξεων των επιγραφών προς λέξεις Αλβανικάς. Εάν λοιπόν η αρχαία Ελληνική δεν ήτο αρκετή δια την κατανόησίν των, μήπως θα εβοήθει η Αλβανική;
Ήδη κατά το παρελθόν, όπως ήδη ανεφέρθη, ο Georg von Hahn και ο Δημήτριος Camara είχον επιτύχει να συσχετίσουν παναρχαίας Ελληνικάς λέξεις με Αλβανικάς. Ήτο δε άλλοτε (ιδίως μεταξύ 1850 και 1880) γενική σχεδόν η αναγνώρισις της Αλβανικής ως γλώσσης του λεγομένου «Πελασγικού» κλάδου.
Εν τέλει ο Θωμόπουλος ήτο βέβαιος ότι είχεν εύρει την λύσιν: η Αλβανική είχε διασώσει πλείστας Πελασγικάς λέξεις, ακόμη και γραμματικά χαρακτηριστικά της Πελασγικής.
Με την βοήθειαν της Αλβανικής επροχώρησε λοιπόν εις την ανάγνωσιν των επιγραφών της Λήμνου και της Πραισού. Δεν περιορίσθη όμως εκεί. Επεξετάθη εις συγκρίσεις και αναλύσεις πλήθους επιγραφών διαφόρων λαών της Μικράς Ασίας (Λυκίων, Καρών, Λυδών, Φρυγών κ.ά.). κατόπιν συμπεριέλαβεν εις την έρευναν την γλώσσαν των Ετρούσκων της Ιταλίας.
Τέλος προσέθεσεν εν παράρτημα περί της γλώσσης των Χετταίων, όπου όμως εις την πραγματικότητα εξετάζονται αι γλώσσαι των Hurri (του βασιλείου των Mitanni) και των Urartu (εχόντων πρωτεύουσαν την Τushpa, σημερινόν Van, όπου ευρέθησαν αι «Βανικαί» επιγραφαί). Επί πλέον παρατίθενται στοιχεία και περί των «Αχαιών» και «Αλβανών» του Καυκάσου.
Με μίαν καταπληκτικήν ικανότητα να ανευρίσκη αντιστοίχους ρίζας λέξεων εις την αρχαίαν Ελληνικήν και την Αλβανικήν, ο Θωμόπουλος εξετάζει εξονυχιστικώς όλον τον υπ’ αυτού συηκεντρωθέντα πολύγλωσσον θησαυρόν αρχαίων κειμένων και επισημαίνει θεμελιώδης ομοιότητες εκεί όπου φαινομενικώς υπάρχουν μόνον αγεφύρωτοι διαφοραί.
Τελικώς συμπεραίνει ότι όλαι αυταί αι γλώσσαι συνδέονται εις μιαν ομάδα μεταξύ των και αποκαλύπτουν την συγγένειαν και κοινήν καταγωγήν των λαών, οι οποίοι τας ωμιλούν. Λαών, οι οποίοι αποτελούν την μεγάλην «Πελασγικήν» οικογένειαν, και οι οποίοι δεν εξηφανίσθησαν, αλλ’ επιζούν εις τους σημερινούς λαούς των ιδίων περιοχών.
Τα βασικά συμπεράσματα της μεγάλης αυτής συγκριτικής ερεύνης επ’ αυτού του καταπληκτικού εις όγκον και ποικιλίαν γλωσσικού υλικού θα ηδύνατο να συνοψισθούν εις δύο παρατηρήσεις:
α) ότι ο κόσμος των «Πελασγικών» λαών εξετείνετο από της Ιταλίας και των Άλπεων μέχρι του Καυκάσου και
β) ότι η «Ελληνο-Πελασγική» Αλβανική γλώσσα, συγγενής της Ελληνικής, διέσωσε τον Πελασγικόν χαρακτήρα περισσότερον από κάθε άλλην γλώσσαν, ενώ η Ελληνική διέσωσε περισσοτέρας ρίζας λέξεων.
Εντυπωσιάζει το όλως αξιοπρόσεκτον γεγονός ότι η γεωγραφική κατανομή των «Πελασγικών» λαών, όπως αυτοί προσδιωρίσθησαν υπό του Θωμόπουλου, συμπίπτει περίπου με την γεωγραφικήν κατανομήν των χαρακτηριστικών εκείνων τοπονυμίων, περί των οποίων έγινε λόγος προηγουμένως....
Πηγή:εδώ
Με μίαν καταπληκτικήν ικανότητα να ανευρίσκη αντιστοίχους ρίζας λέξεων εις την αρχαίαν Ελληνικήν και την Αλβανικήν, ο Θωμόπουλος εξετάζει εξονυχιστικώς όλον τον υπ’ αυτού συηκεντρωθέντα πολύγλωσσον θησαυρόν αρχαίων κειμένων και επισημαίνει θεμελιώδης ομοιότητες εκεί όπου φαινομενικώς υπάρχουν μόνον αγεφύρωτοι διαφοραί.
Τελικώς συμπεραίνει ότι όλαι αυταί αι γλώσσαι συνδέονται εις μιαν ομάδα μεταξύ των και αποκαλύπτουν την συγγένειαν και κοινήν καταγωγήν των λαών, οι οποίοι τας ωμιλούν. Λαών, οι οποίοι αποτελούν την μεγάλην «Πελασγικήν» οικογένειαν, και οι οποίοι δεν εξηφανίσθησαν, αλλ’ επιζούν εις τους σημερινούς λαούς των ιδίων περιοχών.
Τα βασικά συμπεράσματα της μεγάλης αυτής συγκριτικής ερεύνης επ’ αυτού του καταπληκτικού εις όγκον και ποικιλίαν γλωσσικού υλικού θα ηδύνατο να συνοψισθούν εις δύο παρατηρήσεις:
α) ότι ο κόσμος των «Πελασγικών» λαών εξετείνετο από της Ιταλίας και των Άλπεων μέχρι του Καυκάσου και
β) ότι η «Ελληνο-Πελασγική» Αλβανική γλώσσα, συγγενής της Ελληνικής, διέσωσε τον Πελασγικόν χαρακτήρα περισσότερον από κάθε άλλην γλώσσαν, ενώ η Ελληνική διέσωσε περισσοτέρας ρίζας λέξεων.
Εντυπωσιάζει το όλως αξιοπρόσεκτον γεγονός ότι η γεωγραφική κατανομή των «Πελασγικών» λαών, όπως αυτοί προσδιωρίσθησαν υπό του Θωμόπουλου, συμπίπτει περίπου με την γεωγραφικήν κατανομήν των χαρακτηριστικών εκείνων τοπονυμίων, περί των οποίων έγινε λόγος προηγουμένως....
Πηγή:εδώ
No comments:
Post a Comment