το ρήμα τρέχω (laufen) στα γερμανικά



ich laufe

du läufst

er läuft

sie läuft

es läuft


wir laufen

ihr lauft

sie laufen

Sie laufen.

Ιχ λάουφε

ντου λάουφστ

έα λόιφτ

ζι λόιφτ

ες λόφτ

βία λάουφεν

ία λάουφτ

ζι λάουφεν

ζι λάουφεν

Εγώ τρέχω

εσύ τρέχεις

αυτός τρέχει

αυτή τρέχει

αυτό τρέχει

εμείς τρέχουμε

εσείς τρέχετε

αυτοί τρέχουν

εσείς τρέχετε (ευγενικό)



Er läuft langsam.
έα λόιφτ λάνγκζαμ.
Αυτός τρέχει αργά.

No comments:

Post a Comment