13 Μαρτίου, 2010 |Νίκος Γογωνάς
Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι αποκλειστικά και μόνο του συγγραφέα
Η αθωωτική απόφαση για τις εκπαιδευτικούς του 132ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών Στέλλα Πρωτονοτάριου και Ντενάντα Καρκάλα είναι σαφώς ενθαρρυντική όσον αφορά το ευαίσθητο θέμα της ένταξης των παιδιών των μεταναστών στο ελληνικό σχολείο. Οι παραπάνω εκπαιδευτικοί, με τα καινοτόμα προγράμματα διδασκαλίας της αλβανικής και της αραβικής, μητρικές γλώσσες μεγάλου αριθμού των μαθητών τους, τόλμησαν να υλοποιήσουν αυτό που διαλαλούν όλα τα επιστημονικά εγχειρίδια που διδάσκονται οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί σε όλες τις διδασκαλικές σχολές της χώρας. Ότι δηλαδή, η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των παιδιών των μεταναστών στο σχολείο είναι απαραίτητη για μία σειρά λόγων, ψυχολογικών, και – κυρίως – μαθησιακών. Τα ψυχολογικά οφέλη για τα παιδιά από ένα τέτοιο εγχείρημα είναι προφανή. Όταν τα παιδιά των μεταναστών βλέπουν τη γλώσσα των γονιών τους να εκπροσωπείται στο σχολείο, συμμετέχουν με αυτοπεποίθηση στη μαθησιακή διαδικασία, επειδή η ταυτότητά τους επικυρώνεται ή, σύμφωνα με τον γνωστό ερευνητή της διγλωσσίας Jim Cummins, «ενδυναμώνεται». Και όσο περισσότερο ενδυναμώνεται ένα άτομο τόσο αυξάνει η αλληλεπίδρασή του με τους άλλους. Οι μαθησιακοί λόγοι έχουν να κάνουν με την αποτελεσματικότερη εκμάθηση της ελληνικής. Αυτό συμβαίνει γιατί οι δύο γλώσσες ενός μετανάστη-μαθητή δεν αποτελούν αυτόνομα σύνολα, όπως πιστευόταν παλαιότερα. Οι πιο πρόσφατες έγκριτες έρευνες έχουν δείξει ότι αναπτύσσονται σε αλληλεξάρτηση η μία από την άλλη. Συνεπώς, ένας μαθητής που έχει «ακαδημαική» γνώση στην πρώτη του γλώσσα, μπορεί να μεταφέρει αυτή τη γνώση στη δεύτερή του γλώσσα (ελληνική) αποτελεσματικότερα από κάποιον που, μη γνωρίζοντας επαρκώς την πρώτη του γλώσσα θα πρέπει να μάθει τις ίδιες έννοιες από την αρχή στην ελληνική.
Η πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών του 132ου σχολείου, αν και πρωτοποριακή, δεν αποτελεί την πρώτη απόπειρα εισαγωγής μητρικών γλωσσών στο ελληνικό σχολείο. Κάτι τέτοιο προβλεπόταν από την πρώτη κιόλας εγκύκλιο απόφαση για ίδρυση Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων για την εκπαίδευση των παλιννοστούντων μαθητών το 1980 αλλά στην πράξη ίσχυσε μόνο για τις γλώσσες «κύρους», γερμανικά και αγγλικά. Σύμφωνα με νέα υπουργική απόφαση που εκδόθηκε το 1994 δινόταν η δυνατότητα πρόσληψης διδασκόντων για την διδασκαλία της γλώσσας και του πολιτισμού των χωρών προέλευσης των αλλοδαπών μαθητών (επίσης δεν υλοποιήθηκε), ενώ στην υπουργική απόφαση του 1999 αναφερόταν πάλι η ανάγκη διδασκαλίας της γλώσσας και του πολιτισμού της χώρας προέλευσης. Δεν προβλεπόταν όμως η πρόσληψη διδασκόντων από το υπουργείο Παιδείας, αλλά μετά από απόφαση του οικείου νομάρχη! Στο πρόγραμμα «Εκπαίδευση Παλιννοστούντων και Αλλοδαπών Μαθητών» που πραγματοποιήθηκε με ευθύνη της Ειδικής Γραμματείας Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης στα πλαίσια του Β΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (1997-2004) δίνονται τα περιθώρια για βοηθητική χρήση της μητρικής γλώσσας, μέσω της παραγωγής δίγλωσσων βιβλίων στα αλβανικά/ελληνικά και ρωσικά/ελληνικά. Στα πλαίσια του ίδιου προγράμματος εφαρμόζεται πιλοτικά πρόγραμμα δίγλωσσων εκπαιδευτικών (αλβανόφωνων και ρωσόφωνων) σε ορισμένα διαπολιτισμικά σχολεία –κυρίως της Θεσσαλονίκης. Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω μέτρα δεν είχαν σκοπό τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στους μετανάστες-μαθητές αλλά χρησιμοποίησαν τη μητρική γλώσσα απλώς ως «γέφυρα» για την εκμάθηση της ελληνικής. Εν ολίγοις, το θεσμικό πλαίσιο έχει κατά καιρούς προσεγγίσει το θέμα της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας με τρόπο αμήχανο και αποσπασματικό, αφού σε κάθε περίπτωση ο εκπαιδευτικός στόχος παρέμενε σταθερός: η γλωσσική αφομοίωση των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών. Παράλληλα, η πολύτιμη εμπειρία που έχει συσσωρευθεί από το πρόγραμμα «Εκπαίδευση Μουσουλμανοπαίδων», (1997-2008) (http://www.museduc.gr) ή από δίγλωσσα προγράμματα που λειτουργούν εδώ και πολλά χρόνια (βλ. π.χ τα δίγλωσσα σχολεία της αρμενικής κοινότητας) για τη δημιουργία ανάλογων δίγλωσσων προγραμμάτων στις γλώσσες των παιδιών των μεταναστών, παραμένει αναξιοποίητη.
Είναι πια καιρός η πολιτεία να επανεξετάσει το ζήτημα της γλωσσικής εκπαίδευσης των παιδιών των μεταναστών. Αποτελεί προτεραιότητα αν θέλουμε να έχουμε δίγλωσσους μαθητές με γλωσσικά και γνωστικά εφόδια, που θα προσφέρουν στο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό της χώρας στο μέλλον, πολύγλωσσους πολίτες. Δυστυχώς, ακόμα και η «Διαπολιτισμική Εκπαίδευση», με τον τρόπο που εφαρμόζεται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, έχει αφομοιωτικό προσανατολισμό, αφού ως μοναδικό στόχο έχει τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας, ενώ γλώσσες μειωμένου κύρους δεν φαίνεται να έχουν θέση στο ελληνκό σχολείο. Ένας τέτοιος προσανατολισμός όμως, οδηγεί στην απαξίωση του πολιτισμικού και γλωσσικού κεφαλαίου των αλλοδαπών μαθητών γεγονός, που αποβαίνει σε βάρος της ομαλής σχολικής και κοινωνικής τους ένταξής και τελικά σε βάρος της ίδιας της κοινωνικής συνοχής.
Η πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών του 132ου σχολείου, αν και πρωτοποριακή, δεν αποτελεί την πρώτη απόπειρα εισαγωγής μητρικών γλωσσών στο ελληνικό σχολείο. Κάτι τέτοιο προβλεπόταν από την πρώτη κιόλας εγκύκλιο απόφαση για ίδρυση Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων για την εκπαίδευση των παλιννοστούντων μαθητών το 1980 αλλά στην πράξη ίσχυσε μόνο για τις γλώσσες «κύρους», γερμανικά και αγγλικά. Σύμφωνα με νέα υπουργική απόφαση που εκδόθηκε το 1994 δινόταν η δυνατότητα πρόσληψης διδασκόντων για την διδασκαλία της γλώσσας και του πολιτισμού των χωρών προέλευσης των αλλοδαπών μαθητών (επίσης δεν υλοποιήθηκε), ενώ στην υπουργική απόφαση του 1999 αναφερόταν πάλι η ανάγκη διδασκαλίας της γλώσσας και του πολιτισμού της χώρας προέλευσης. Δεν προβλεπόταν όμως η πρόσληψη διδασκόντων από το υπουργείο Παιδείας, αλλά μετά από απόφαση του οικείου νομάρχη! Στο πρόγραμμα «Εκπαίδευση Παλιννοστούντων και Αλλοδαπών Μαθητών» που πραγματοποιήθηκε με ευθύνη της Ειδικής Γραμματείας Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης στα πλαίσια του Β΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (1997-2004) δίνονται τα περιθώρια για βοηθητική χρήση της μητρικής γλώσσας, μέσω της παραγωγής δίγλωσσων βιβλίων στα αλβανικά/ελληνικά και ρωσικά/ελληνικά. Στα πλαίσια του ίδιου προγράμματος εφαρμόζεται πιλοτικά πρόγραμμα δίγλωσσων εκπαιδευτικών (αλβανόφωνων και ρωσόφωνων) σε ορισμένα διαπολιτισμικά σχολεία –κυρίως της Θεσσαλονίκης. Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω μέτρα δεν είχαν σκοπό τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στους μετανάστες-μαθητές αλλά χρησιμοποίησαν τη μητρική γλώσσα απλώς ως «γέφυρα» για την εκμάθηση της ελληνικής. Εν ολίγοις, το θεσμικό πλαίσιο έχει κατά καιρούς προσεγγίσει το θέμα της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας με τρόπο αμήχανο και αποσπασματικό, αφού σε κάθε περίπτωση ο εκπαιδευτικός στόχος παρέμενε σταθερός: η γλωσσική αφομοίωση των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών. Παράλληλα, η πολύτιμη εμπειρία που έχει συσσωρευθεί από το πρόγραμμα «Εκπαίδευση Μουσουλμανοπαίδων», (1997-2008) (http://www.museduc.gr) ή από δίγλωσσα προγράμματα που λειτουργούν εδώ και πολλά χρόνια (βλ. π.χ τα δίγλωσσα σχολεία της αρμενικής κοινότητας) για τη δημιουργία ανάλογων δίγλωσσων προγραμμάτων στις γλώσσες των παιδιών των μεταναστών, παραμένει αναξιοποίητη.
Είναι πια καιρός η πολιτεία να επανεξετάσει το ζήτημα της γλωσσικής εκπαίδευσης των παιδιών των μεταναστών. Αποτελεί προτεραιότητα αν θέλουμε να έχουμε δίγλωσσους μαθητές με γλωσσικά και γνωστικά εφόδια, που θα προσφέρουν στο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό της χώρας στο μέλλον, πολύγλωσσους πολίτες. Δυστυχώς, ακόμα και η «Διαπολιτισμική Εκπαίδευση», με τον τρόπο που εφαρμόζεται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, έχει αφομοιωτικό προσανατολισμό, αφού ως μοναδικό στόχο έχει τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας, ενώ γλώσσες μειωμένου κύρους δεν φαίνεται να έχουν θέση στο ελληνκό σχολείο. Ένας τέτοιος προσανατολισμός όμως, οδηγεί στην απαξίωση του πολιτισμικού και γλωσσικού κεφαλαίου των αλλοδαπών μαθητών γεγονός, που αποβαίνει σε βάρος της ομαλής σχολικής και κοινωνικής τους ένταξής και τελικά σε βάρος της ίδιας της κοινωνικής συνοχής.
No comments:
Post a Comment