Ο Ινιάτσιο Μπουττίττα είναι σπουδαίος, ο ακραιφνέστερος στην εμμονή του στη γραφή σε διάλεκτο, Σικελός ποιητής. Η μεγάνησος, το ομηρικό νησί του Ήλιου, δεν είναι καμιά περιφέρεια στην λογοτεχνική παράδοση, ειδικά τους τελευταίους δύο αιώνες- Pirandello και Lampedusa, Virga και Quasimodo, Sciascia και Camilleri… δύο Νόμπελ αλλά και μια γερή παράδοση λαϊκής ποίησης, συχνά σε διάλεκτο και πάντα δεμένης με τις ανάγκες, τους αγώνες και τις αγωνίες του σικελικού λαού.
Ένας λαός
Ρίξτον στην αλυσίδα
Γδύστον
Κλείστου το στόμα
Λεύτερος είν’ ακόμα
Πάρτουνε τη δουλειά
Το πασσαπόρτο
Τραπέζι να μην έχει για φαγί
Κρεβάτι για τον ύπνο
Ακόμα πλούσιος είναι
Ένας λαός
Φτωχός και δούλος γίνεται
Όταν του κλέβουνε τη γλώσσα
Που τούδωκεν ο κύρης του
Χαμένος για πάντα
Φτωχός και σκλάβος γένεται
Όταν οι λέξεις του δεν
Γεννάνε λέξεις
Και τρών η μιατηνάλλη
-
[από το “Lingua e Dialettu”, συλλογή Lu Pani Si Chiama Pani, 1954]
Ο Μπουττίττα είναι τέτοιος ποιητής –λαϊκός από θέση κι από επιλογή. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Bagheria (Μπαγκερία, και σικελιστί Baaría), μια πόλη με αγροτική οικονομική βάση, κέντρο των κοινωνικών διεκδικήσεων για μαζικό αναδασμό και αναδιοργάνωση της γαιοκτησίας σε δημοκρατική προοπτική σε προηγούμενες δεκαετίες, έδρασε ώς μέλος του τοπικού Κομμουνιστικού Κόμματος αλλά κι ως «ποιητής της πλατείας», όπως θα έλεγε κι ο ίδιος στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και μέχρι τον θάνατό του. Στο μεταξύ για πολιτικούς όσο και οικονομικούς λόγους, γνώρισε και τον τυπικά σικελικό δρόμο της μετανάστευσης, που τον οδήγησε στην πλούσια Λομβαρδία για μια δεκαετία.
Γεννήθηκε στο γύρισμα του πιο συναρπαστικού αιώνα (1899) κι είναι άρα μια δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερος του άλλου λαμπρού «κόκκινου» από την Μπαγκερία, του Renato Guttuso. Από εκεί άλλωστε κι ο Tornatore, ο σκηνοθέτης που χάρισε στην πόλη και το ομώνυμο πρόσφατο κινηματογραφικό πορτραίτο εποχής. Έγραψε στην συγκεκριμένη μορφολογία της σικελικής που επικρατεί στην περιοχή του –ο υποφαινόμενος έζησε σε χωριό της άλλης άκρης του ίδιου νομού, όπου όμως η διάλεκτος έχει ορατές διαφορές: πχ. άρθρο u αντί για lu, κτλ. Κι έγραψε για
Chiddi ca nta lu munnu sunnu nenti…
Eccu, o signuri, la povira genti.
Κείνους που ζουνε το τίποτε του κόσμου αυτού…
Κύριε, ο φτωχόκοσμός σου –Ιδού.
-
Η «κόκκινη» Μπαγκερία με την πλούσια εσπεριδοπαραγωγή υπήρξε κέντρο εξαγωγών κι άρα οικονομικής εξάρτησης για αιώνες –δεμένη στο άρμα της φεουδαλικής οικονομικής οργάνωσης που στην Σικελία έλαβε και το ιδιαίτερο γνώρισμα της «προστασίας» των συμφερόντων της αριστοκρατικής γαιοκτητικής τάξης από μια οργάνωση ανδρών-τοποτηρητών που μετά την Ιταλική Ένωση (1861) θα γίνει γνωστή με το όνομα «Μαφία».
Στραμμένος ενάντια στην μεταπολεμική κυρίαρχη τάξη και την συντηρητική πολιτική της έκφραση, την Χριστιανοδημοκρατία (Democrazia Cristiana, DC) όσο κι ενάντια στον παρασιτισμό και τη βία της Μαφίας, ο Μπουττίττα έχει καθαρό ποιητικό πλάνο –την σύνδεση της ατομικής ποιητικής φωνής με τις ανάγκες της συλλογικότητας που, γι αυτόν, στέκονται απέναντι στο αδιόρατο κοινωνικό πλέγμα κυριαρχίας Φέουδο-Μαφία-Χριστιανοδημοκρατία.
Μάφια και παπάδες… μαζί
Ενώσανε τα χέρια
Κι εμείς μες στη μιζέρια
Φτωχοί μου χωριανοί
Μαφία και παπάδες, να τους
Κι αιωνία μας η μνήμη
Γυμνώνουν τα σπαθιά τους
Περνούν σκοινί που πνίγει
Ο ένας τον σταυρό κουνά
Ο άλλος σημάδι βάζει
Ο ένας «κόλαση!» φωνάζει
Ο άλλος τουφέκι κρατά
Σιτσίλια, πόσος πόνος, κλάμα
Μιας καρδιάς σπασμένης
Με το σφυρί τους καρφωμένη
Χωμένη μες στα πένθη μάνα.
Πρόβατα τραβάμε, αράδες;
Άει και σπάμε την αλυσίδα
Νησί μου λεύτερο σε είδα
Χωρίς μαφία και παπάδες
-
[από το “Mafia e Parrini”, συλλογή Lu trenu di lu suli, 1961]
Έτσι εξηγείται η εμμονή του στην ποίηση σε διάλεκτο –παρακολουθεί την παράδοση τροβαδούρων, όσο κι όσων θεωρούν την ποιητική δημιουργία δημόσια πράξη. Η ποίηση του Μπουττίττα, (όπως και κάθε καλή ποίηση, θα έλεγε ο Λόρκα ή ο Μαγιακόφσκυ) «γράφεται για να διαβαστεί φωναχτά». Δεν είναι ποιητική γραφή –αλλά μάλλον αποτύπωση της δημόσιας, προφορικής κατάθεσης σε γραμμένη μορφή. Για τούτο και διατηρεί ρυθμό που, στην μεταφραστική προσπάθεια, δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα. Επιλογή του μεταφραστή στην παρούσα απόπειρα δεν είναι η μεταγραφή της σικελικής σε «αντίστοιχη» διάλεκτο της ελληνικής επικράτειας –κάτι τέτοιο θα ήταν αυθαίρετο δεδομένης ακριβώς της πίστης μας στην μοναδικότητα της χρήσης των σικελικών στον Buttitta ως ντοπιολαλιάς κι όχι ως φορέα γραπτής έκφρασης. Δεν είναι τυχαίο ότι η επίτομη επιλογή από το έργο του τιτλοφορείται «La mia vita la vorrei scriverla cantando», «την ζωή μου θά’θελα να την γράψω τραγουδώντας».
Τα σικελικά, σε αντίθεση με τα ιταλικά, είναι μια γλώσσα «βαριά», με στρυφνούς και μοναδικούς φθόγγους (όπως το dd) που αποδίδουν ένα πρωτοφανές ηχόχρωμα. Γεγονός είναι ότι δεν «προφέρονται όπως διαβάζονται» όπως μας λέν οι φιλόλογοι όταν μαθαίνουμε μια ξένη γλώσσα κυρίως διότι σχεδόν πάντα οι Σικελοί καταφεύγουν στην «εθνική», Ιταλική γλώσσα όταν πρόκειται για γραπτό κείμενο.
Η ποίηση του Μπουττίττα όμως δεν είναι «γραπτή», όπως είπαμε –κι η επιλογή του είναι βαθιά πολιτική για έναν ακόμα λόγο: η σικελική, ως γλώσσα «των κατώτερων τάξεων», της «καθημερινότητας», είναι και γλώσσα «χωρίς γραφή», καθότι και γλώσσα «αναλφάβητων», «λαϊκών στρωμάτων». Το εγχείρημα λοιπόν του ποιητή μας καλεί να αναθεωρήσουμε όσα ξέρουμε για την σιγανά πανθομολογούμενη ιερότητα, τον κρυφό μοντερνικό καθαγιασμό, την ανομολόγητη συμφωνία για την κυριαρχία της εθνικής γλώσσας απέναντι στις τοπικές. Την εσωτερική βουβαμάρα της έννοιας του έθνους συχνά κάλυψε μια –και μόνη– «επίσημη» γλώσσα: εγχείρημα που απασχόλησε ιστορικά εκείνες τις τάξεις που επιζήτησαν την «εθνική ολοκλήρωση».
Ο αστικός πολιτισμός του μοντερνισμού καθιέρωσε την Εθνική μονογλωσσία φιμώνοντας έτσι την τοπική διαφορετικότητα, αποβουβαίνοντας την ιδιαιτερότητα των τοπικών πολιτισμών. Γι’ αυτό ο Buttitta γράφει στα σικελικά, διότι το κοινό που απευθύνεται σε αυτή την γλώσσα ακούει –κι ακόμη διότι η «επίσημη, εθνική» γλώσσα είναι και η γλώσσα των επίσημων και των εθνικοφρόνων –οίτοι, των κυρίαρχων τάξεων. Και κάποτε η φωνή του λαμβάνει παιανική ορμή, δείγμα της κυριολεξίας της έννοιας «φωνή» εδώ –πολλά του ποιήματα τα διάβαζε σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις:
Πάρε την ματωμένη πουκαμίσα
Σκίσε την κάνε ένα κομμάτι από σημαία
Μπέκα μέσα στα σπίτια των απόρων
Κατέβ’ αναμέσο στα παιδιά της φυλακής
Χώσου στις γειτονιές, στα μονοπάτια
Φώναξε τους παλιούς και τους καινούριους
Κοίταξε μες σε ρουμάνια, σε σπηλιές
Κείνους που χάθηκαν, που εγκαταλείφτηκαν, που νικηθήκαν
Κι έπειτα κραύγασε με τη φωνή του λιονταριού:
Εεε, πεινασμένοι- ήρθε σας η μέρα!
-
[Από το “Parru cu tia”, συλλογή Lu Pani Si Chiama Pani, 1954]
Η δύναμη της διαλέκτου ως καθημερινής γλώσσας σημαίνει κι αμεσότητα, Γι αυτό κι ο μέγας ποιητής (όσο και σκηνοθέτης και χίλια δυο άλλα) Pasolini επέλεξε να γράψει τόσο στα ιταλικά, όσο και στην μητρική του διάλεκτο, του Φρίουλι, όπως και στην διάλεκτο της πόλης που έζησε και περιέγραψε όσο καμία άλλη, της Ρώμης. Κι ο Pasolini επέμενε στα άρθρα του (Scritti Corsari) ότι «στην Ιταλία ομιλείται τόσο η ιταλική, όσο και η φριουλική, η χώρα μου είναι ήπειρος, δεν είναι έθνος». Γι’αυτό στα πανηγύρια της Μακεδονίας σήμερα, ανάμεσα στους χάλκινους ήχους δεν ακούγεται φωνή, σε μακεδόνικη διάλεκτο από το μικρόφωνο, δια τον φόβο των Ιουδαίων –αλλά ο κόσμος από κάτω ξελαρυγγίαζεται με τα δικά του «Γιόβανο, Γιόβανκε…». Τα μακεδόνικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα λέει ο Μέσκος.
Η πολιτισμική γενοκτονία που το ελληνικό κράτος μέσω μιας στεγνής γραφειοκρατίας, μιας άγριας αστυνόμευσης και μιας μονολιθικής εγκύκλιας Εκπαίδευσης επέβαλλε για παράδειγμα στους σλαβόφωνους πληθυσμούς της ελληνικής Μακεδονίας δεν πρέπει να λησμονηθεί ποτέ. Το γεγονός ότι ούτε σήμερα δεν μπορεί να παρουσιαστεί το Abecedar χωρίς να πεταχτεί καμιά Χρυσή Αυγή ή κάνας Βελόπουλος απειλητικά και να διακόψει, πρέπει να μας θέσει προ των ευθυνών μας… τί είδους κοινωνία (όπως και ποίηση) θέλουμε –πολυφωνική ή μονότονη.
Ο Μπουττίττα κάπου λέει: «η διάλεκτος είναι Γλώσσα χωρίς στρατό». Κι όσο για την ιερότητα της όποιας εθνικής Γλώσσας, απαντώ στα μακεδόνικα: γκουλέμο ραμπότα.
-
Θοδωρής Ρακόπουλος
[πρώτη δημοσίευση: περιοδικό
Οροπέδιο]
πηγή