walk-walked-walked (γουόκ-γουόκτ-γουόκτ)
I walk (άι γουόκ)-εγώ περπατώ
you walk (γιού γουόκ)-εσύ περπατάς
he walks (χι γουόκς)-αυτός περπατά
she walks (σι γουόκς)-αυτή περπατά
it walks (ιτ γουόκς)-αυτό περπατά
we walk (γουί γουόκ)-εμείς περπατούμε
you walk (γιου γουόκ)-εσείς περπατάτε
they walk (δέι γουόκ)-αυτοί περπατούν
I walked (άι γουόκτ)-περπάτησα
you walked
he walked
she walked
it walked
we walked
you walked
they walked
I walk (άι γουόκ)-εγώ περπατώ
you walk (γιού γουόκ)-εσύ περπατάς
he walks (χι γουόκς)-αυτός περπατά
she walks (σι γουόκς)-αυτή περπατά
it walks (ιτ γουόκς)-αυτό περπατά
we walk (γουί γουόκ)-εμείς περπατούμε
you walk (γιου γουόκ)-εσείς περπατάτε
they walk (δέι γουόκ)-αυτοί περπατούν
I walked (άι γουόκτ)-περπάτησα
you walked
he walked
she walked
it walked
we walked
you walked
they walked
No comments:
Post a Comment