Τζιτζιφιόγκος σύμφωνα με το Βικιλεξικό είναι: μειωτικός χαρακτηρισμός άντρα, συνήθως νεαρής ηλικίας, που ντύνεται και συμπεριφέρεται με υπερβολική κομψότητα και παριστάνει τον γόη.Σύνωνυμα του το λεξικό δίνει ,δάνδης,κομψευμένος, φλώρος και λιμοκοντόρος.
Το 'Μέγα λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης' του Δ.Δημητράκου δεν την περιέχει αλλά για το συνώνυμό του, 'λιμοκοντόρος' εξηγεί:λιμοκοντόρος (ο) (1) (λίμα+κόντες).δημ.σκωπτ.νέος όστις καίπερ πενόμενος κομψεύεται και ερωτοτροπεί,(2)μτφ.το παλαιόν μονόδραχμον χαρτονόμισμα:διπλός λιμοκοντόρος,το δίδραχμον.
Κατά τον Μπαμπινιώτη 'τζιτζιφιόγκος (ο) δημ,σκωπτ,άνδρας που προσέχει υπερβολικά την εμφάνισή του με επιτηδευμένο ντύσιμο και παρουσιαστικό,συνώνυμα λιμοκοντόρος,κομψευμένος.Για την ετυμολογία της λέξης δίνει:πιθανώς νόθο σύνθετικό από το τζιτζί (αργκό)(με τη σειρά του από το τουρκικό cici "ωραίος")+φιόγκος.
No comments:
Post a Comment