-Α-
(τ’) αγγειά : μαγειρικά σκεύη
αγλήγουρα : γρήγορα
(δεν) αδειάζου : δεν έχω καιρό
αδουκήθ’κα : θυμήθηκα
αδράχ’κιν : «άρπαξε», κάηκε ελαφρά
άι : ύστερα, μετά
άκσέτσι : ακούσατε
άλ’κο : γυναικείος σάκκος (παλτό) γαρνιρισμένο με
γούνα
από κοκκινότριχη αλεπού
άλλουν ξιάλλου
: έξαλλος
αλούπις : αλεπούδες
αλυχτούν : γαυγίζουν άγρια
άλ’ψα : άλειψα, άπλωσα σε τοίχο ή πάτωμα μπογιά
αμπιλόνιασι
: βελόνιασε
(μ’) άμπουξιν
: (μ’) έσπρωξε
αναβαλτζμός : αναστάτωση
ανάγκαζι!
: βιάσου!
ανασκιρνώ : τακτοποιώ
άν’ξι : άνοιξε
ανιμοσούρ’γμα : δυνατός αέρας που σφυρίζοντας γυρίζει το
χιόνι και σχηματίζει σωρούς μ’αυτό
αντιριέσι
: διστάζεις
(τσ’)
απιρασμένις : πριν από μέρες
απιτιόρ : πριν
απόμ’καν : απόμειναν
(ν’)
απουκρ’θείς : (να) απαντήσεις
απουλήθ’κιν : ξέφυγε (η θηλειά)
(ν’) απουλ’θεί : (να) χαλαρώσει
(τ’)
απουυρίζουμι : τα επιστρέφουμε
αράδα : συνέχεια
(η) αράδα σ’ : (η) σειρά σου
(σ’) αράδ’ζα : έψαχνα να (σε) βρω
(θα σ’)
αρανίσ’ν : (θα σε) ραντίσουν
αράντζιν
: ράντιζε
άρατα πήρατα : άλλα αντ’ άλλων
αρίτσιους
: σκαντζόχοιρος
αρμιά : λάχανο τουρσί
αρτσιώθ’κιν
: θύμωσε
αρχήτσιρα
: νωρίτερα
αρχίντ’σα : άρχισα
ασμπόρ’στους:
αμίλητος, που δε
δέχεται κουβέντα
αστόησα : ξέχασα
αστόησέτσι
: ξεχάσατε
(να μη)
αστουχήεις : (να μη) ξεχάσεις
αστρέχις : λούκια
ατζιάκ
: τζάκι
(σαν) ατσιούμ’στου
φιγγάρ
: πρόσωπο παχουλό και στρογγυλό
αυγατσίζου
: συμπληρώνω
άχαρ : καημένη, καλέ
άχαρα : λιποθυμία, ανακάτεμα στο στομάχι
άφκιν : άφησε (γ’ ενικό πρόσωπο)
Διαβάστε περισσότερα στην πηγή.
No comments:
Post a Comment