Τυτσ̌ίνιλι.


Αρά τυ 1949.Αϊάμῠ ύνῠ μηντζάτῦ. Μηντζάτλυ ατσέλῦ αγριψί δι σ-χυρσί δι τυ αγέλι.Δι κάρῐ δεάδι,όμυς,νεάυ τυ μύντζη ,μηντζάτλυ βίννι ναύνδρυ τυ βέτσῐ,τσι πησ̌τεά,αγριψίτ σ̌ μινδεά βέσλι.Δι όμῠ νυ σι απρυκεά.Μι δύσ̌ῠ σ̌ λυ αδύνῠ σ̌ φυτζί πάλι κήτη μύνδι.Έῠ μι τσεάμῠ δίπυ νέσῠ σ̌ λυ σ̌ύτῠ κήτη ακάση.Κυμ λυ τυρνάι κήτη ακάση,πριν σ-ίνδρυ τυ χοάρη,ακλό ιύ ιάστι μοάρα,τυ μυρτζίτη,ίτσι τρικύῐ αβλάκια δι μοάρη ,ακλό λα υν τράπῠ, μηντζάτλυ λυ αιάμῠ τσισπρητζάτσι δι μεάτρι νάπαρτι. Νηίνδι-ν αιάμῠ ύνη νύκη μύλτυ ανάλτη.Τυ ατσεά οάρη βιτζύῐ δι κηρολίυλυ,άλη νύκη ύνη κυμάτη δι φόκῠ κα τυτσ̌ίνι τσι βίννι λα σ̌εάπτι-όπτυ μεάτρι σ̌ κριπᾰ νηίνδι-ν.Σ αδρᾰ τρέι κυμάτς σ̌ σ-αστεάσι.Έῠ τυ ατσεά οάρη μι ασπηρεάῐ.Σ-μι δύκῠ κήτη ακάση,μι ασπηρεάμῠ,Σ-μι τόρνυ νηπόι ιύ σ-μι δύκῠ.Μι τυρνάῐ.Μι δύκῠ λα μοάρη σ̌ ακλό πάλι μι ασπηρεάμῠ. Μι δύσ̌ῠ πρι σύπρη δι μοάρη σ τρέκῠ μι δύκῠ ακάση.Δι ακλό ιύ βιτζύι φόκλυ ,αβτζήῐ ύνη μποάτσι.´´όοου´´ σ̌ απόια νῐ ασ̌υρέ κα πικυράρῠ.Αλά έῠ άλτυ δι φόκῠ νυ βιτζύι διπ τσιβά.

Δαπόια τράπσ̌υ ακάση-νη σ̌ μι θιμννιτσί μύμεα-νῐ .

Ατύμσεα αράμῠ νοασπρητζάτσι δι άνῐ.Κιρόλυ ιαρά νιυράτῠ.Μέσλυ αρά Ανδρέῠ.Νηίνδι σ-υ βέδῠ,νυ αιάμῠ φρίκη.Δι κάρῐ υ βιτζύῐ,μι ασπηρεάῐ.

Παναγιότῐ αλῠ Πάβλι 57 δι άνῐ,ιπάλιλῠ.
 

Ήταν το 1939 .Είχαμε ένα δαμάλι.Το δαμάλι εκείνο αγρίεψε και ξέκοψε από την αγέλη.Σαν χιόνισε όμως στα βουνά,το δαμάλι ήρθε αγριεμένο μέσα στις αγελάδες που έβοσκαν και τις ανακάτευε.Άνθρωπο δεν ζύγωνε.Πήγα να το περιμαζέψω,κι έφυγε πάλι κατά το βουνό.Πήγαινα ξωπίσω του,για να το κλώσσω προς το σπίτι και με το σούρουπο βρισκόμουν στο μύλο ,που είναι όξω από το χωριό.Εκεί στο μύλο,ίσα που πέρασα το αυλάκι,σε μια μικρή χαράδρα είχα το αυλάκι αλλάργα στα 15 μέτρα κι ομπρός μου είχα μια θεόρατη καρυδιά.Εκείνη,λοιπόν την στιγμή,είδα από την κορφή της καρυδιάς ένα κομμάτι φωτια σαν δαυλί που έφτασε στα 7-8 μέτρα κι έσκασε μπροστά μου.Έγινε 3 κομμάτια κι έσβησε.Έγω τότε φοβήθηκα.Να πάω προς το σπίτι δεν κοτούσα,πίσω να γυρίσω και που να πάω;Γύρισα.Πήγα στο μύλο και εκεί πάλι φοβόμουν.Πήγα,λοιπόν,πίσω από το μύλο,για να περάσω και να πάω σπίτι.Από εκεί,όμως,που είδα τη φωτιά άκουσα μια φωνή,που μου φώναξε:´ώου` κι ύστερα μου σφύριξε σαν τσοπάνης .Αλλά εγώ άλλο από φωτιά δεν είδα ντιπ τίποτα.

Ύστερα τράβηξα για το σπίτι και η μάνα μου με θυμιάτισε.Τότε ήμουν 19 χρονών.Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος,ήταν μήνας Αντριάς.Πρωτού να το ιδώ,δεν είχα κανένα φόβο,σαν το είδα,όμως,φοβήθηκα.

Παναγιώτης Παυλής 57 ετών,ιδιωτικός υπάλληλος.

Από το βιβλίο ``αυθεντικές ιστορίες 
παραφυσικών φαινομένων από την Πίνδο´´
του Αντώνη Μπουσμπούκη.
Share:

No comments:

Post a Comment

Translate from English,Russian into Greek

Translate

Τελευταια γλωσσα που προστεθηκε.

Recently updated posts. Πρόσφατες

Popular Posts

Recent comments

Labels

Blog Archive