Το ρήμα so χρησιμοποιείται με την έννοια του γνωρίζω,είμαι ικανός να κάνω κάτι.
io so
ίο σο
εγώ ξέρω
tu sai
του σάι
εσύ ξέρεις
lui sa
λούι σα
αυτός ξέρει
lei sa
λέι σα
αυτή ξέρει
noi sappiamo
νόι σαπιάμο
εμείς ξέρουμε
voi sapete
βόι σαπέτε
εσείς ξέρετε
Lei sapete
λέι σαπέτε
εσείς ξέρετε (ευγένεια)
loro sanno
λόρο σάνο
αυτοί,αυτές,αυτά ξέρουν
παραδείγματα
Non so
νον σο
δεν ξέρω
Lei sa quatri lingue.
Λέι σα κουάτρι λίνγουε.
Αυτή ξέρει τέσσερις γλώσσες.
Sai giocarte a carte?
σάι τζιοκάρε α κάρτε;
Ξέρεις να παίζεις χαρτιά;
io so
ίο σο
εγώ ξέρω
tu sai
του σάι
εσύ ξέρεις
lui sa
λούι σα
αυτός ξέρει
lei sa
λέι σα
αυτή ξέρει
noi sappiamo
νόι σαπιάμο
εμείς ξέρουμε
voi sapete
βόι σαπέτε
εσείς ξέρετε
Lei sapete
λέι σαπέτε
εσείς ξέρετε (ευγένεια)
loro sanno
λόρο σάνο
αυτοί,αυτές,αυτά ξέρουν
παραδείγματα
Non so
νον σο
δεν ξέρω
Lei sa quatri lingue.
Λέι σα κουάτρι λίνγουε.
Αυτή ξέρει τέσσερις γλώσσες.
Sai giocarte a carte?
σάι τζιοκάρε α κάρτε;
Ξέρεις να παίζεις χαρτιά;
No comments:
Post a Comment