ich arbeite du arbeitest er,sie,es arbeitet wir arbeiten ihr arbeitet sie arbeiten Sie arbeiten |
ιχ αγμπάιτε ντου αγμπάιτεστ έα,ζι,ες αγμπάιτετ βία αγμπάιτεν ία αγμπάιτετ ζι άγμπάιτεν |
εγώ δουλεύω εσύ δουλεύεις αυτός,ή,ό δουλεύει εμείς δουλεύουμε εσείς δουλεύετε αυτοί,ές,ά δουλεύουν εσείς δουλεύετε (ευγενικό) |
δούλεψα
Ich habe gearbeit
θα δουλέψω
Ich werde arbeiten
Mach dich an die Arbeit.
Ξεκίνα τη δουλειά σου.
Arbeitlos.