το ρήμα δουλεύω (arbeiten) στα γερμανικά

ich     arbeite

du      arbeitest

er,sie,es arbeitet

wir     arbeiten

ihr     arbeitet

sie arbeiten

Sie arbeiten
ιχ αγμπάιτε

ντου αγμπάιτεστ

έα,ζι,ες αγμπάιτετ

βία αγμπάιτεν

ία αγμπάιτετ

ζι άγμπάιτεν


εγώ δουλεύω

εσύ δουλεύεις

αυτός,ή,ό δουλεύει

εμείς δουλεύουμε

εσείς δουλεύετε

αυτοί,ές,ά δουλεύουν
εσείς δουλεύετε (ευγενικό)


   

δούλεψα
Ich habe gearbeit

θα δουλέψω
Ich werde arbeiten

Mach dich an die Arbeit.
Ξεκίνα τη δουλειά σου.

Arbeitlos.
Άνεργος.

Πίσω στα γερμανικά ρήματα

Σου άρεσε η ανάρτηση;Κάνε λάικ στο φέιμπουκ.

 
Share:

Translate from English,Russian into Greek

Translate

Τελευταια γλωσσα που προστεθηκε.

Recently updated posts. Πρόσφατες

Popular Posts

Recent comments

Labels

Blog Archive